-
1 περιλοπίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιλοπίζω
-
2 περιλοπίσαντες
περιλοπίζωaor part act masc nom /voc pl
См. также в других словарях:
περιλοπίζω — Α ξεφλουδίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λοπίζω «ξεφλουδίζω»] … Dictionary of Greek
περιλοπίσαντες — περιλοπίζω aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)