-
1 περιλειπομαι
(только praes.) оставаться в живых или невредимым, выживатьὅ περιλειφθεὴς τῶν τριηκοσίων Her. — оставшийся в живых из трехсот -
2 περιλείπομαι
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > περιλείπομαι
-
3 περιλείπομαι
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > περιλείπομαι
-
4 περιλείπομαι
оставаться (в живых), выживать.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > περιλείπομαι
-
5 4035
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4035
См. также в других словарях:
περιλείπομαι — remain over pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιλείπομαι — ΝΑ εξακολουθώ να υπάρχω μετά από αφαίρεση ή καταστροφή μέρους τού συνόλου στο οποίο ανήκα, επιζώ αρχ. υπολείπομαι, απομένω … Dictionary of Greek
περιλελειμμένα — περιλείπομαι remain over perf part mp neut nom/voc/acc pl περιλελειμμένᾱ , περιλείπομαι remain over perf part mp fem nom/voc/acc dual περιλελειμμένᾱ , περιλείπομαι remain over perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιλείπεσθε — περιλείπομαι remain over pres imperat mp 2nd pl περιλείπομαι remain over pres ind mp 2nd pl περιλείπομαι remain over imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιλειπομένων — περιλείπομαι remain over pres part mp fem gen pl περιλείπομαι remain over pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιλειπόμενον — περιλείπομαι remain over pres part mp masc acc sg περιλείπομαι remain over pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιλειφθησόμενον — περιλείπομαι remain over fut part pass masc acc sg περιλείπομαι remain over fut part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιλειφθέντα — περιλείπομαι remain over aor part pass neut nom/voc/acc pl περιλείπομαι remain over aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιλελειμμένον — περιλείπομαι remain over perf part mp masc acc sg περιλείπομαι remain over perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιλελειμμένων — περιλείπομαι remain over perf part mp fem gen pl περιλείπομαι remain over perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιλελείμμεθα — περιλείπομαι remain over perf ind mp 1st pl περιλείπομαι remain over plup ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)