-
1 περικαδομαι
дор. = περικήδομαι См. περικηδομαι -
2 περικάδομαι
1 care for c. gen. ( Διόσκουροι)ἀγώνων μοῖραν Ἑρμᾷ καὶ σὺν Ἡρακλεῖ διέποντι θάλειαν, μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι N. 10.54
-
3 περικάδομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περικάδομαι
-
4 περικηδομαι
дор. περικάδομαι (κᾱ) (только praes. и impf.) горячо заботиться(τινος Hom., Pind.)
π. βιότου τινί Hom. — заботиться о чьём-л. имуществе
См. также в других словарях:
περικάδομαι — Α (δωρ. τ.) βλ. περικήδομαι … Dictionary of Greek
περικήδομαι — και δωρ. τ. περικάδομαι Α φροντίζω και ανησυχώ πάρα πολύ για κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κήδομαι «φροντίζω»] … Dictionary of Greek