-
1 περικαμπτω
сгибать вокруг(τοὺς ὄζους Arst.)
π. τέν χεῖρα τοῖς βλεφάροις Luc. — согнуть руку над веками, т.е. приставить к глазам согнутую ладонь;π. πόλιν Plut. — обходить город;περικάμψαντες πάλιν Plat. — обернувшись назад -
2 περικάμπτω
μετ.1) см. παρακάμπτω; 2) гнуть, сгибать -
3 περικάμπτω
περι-κάμπτω, umbiegen, um etwas herum; intrans., περικάμψαντες πάλιν, zurückgekehrt -
4 περικάμπτει
περικάμπτωpres ind mp 2nd sgπερικάμπτωpres ind act 3rd sg -
5 περικάμπτοντα
περικάμπτωpres part act neut nom /voc /acc plπερικάμπτωpres part act masc acc sg -
6 περικάμψαι
περικάμπτωaor inf actπερικάμψαῑ, περικάμπτωaor opt act 3rd sg -
7 περικαμπτέσθω
περικάμπτωpres imperat mp 3rd sg -
8 περικαμπτέσθωσαν
περικάμπτωpres imperat mp 3rd pl -
9 περικαμπτέτωσαν
περικάμπτωpres imperat act 3rd pl -
10 περικαμφθείσης
περικάμπτωaor part pass fem gen sg (attic epic ionic) -
11 περικάμπτειν
περικάμπτωpres inf act (attic epic) -
12 περικάμπτεται
περικάμπτωpres ind mp 3rd sg -
13 περικάμπτοντες
περικάμπτωpres part act masc nom /voc pl -
14 περικάμπτουσαι
περικάμπτωpres part act fem nom /voc pl (attic epic doric ionic) -
15 περικάμψαντες
περικάμπτωaor part act masc nom /voc pl -
16 περίκαμψον
περικάμπτωaor imperat act 2nd sg -
17 περιεκάμψαμεν
περϊεκάμψαμεν, περικάμπτωaor ind act 1st pl -
18 περικάμψας
περικάμψᾱς, περικάμπτωaor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
19 περιέκαμπτε
περϊέκαμπτε, περικάμπτωimperf ind act 3rd sg -
20 περιέκαμπτεν
περϊέκαμπτεν, περικάμπτωimperf ind act 3rd sg
См. также в других словарях:
περικάμπτω — ΝΑ 1. κάμπτω, λυγίζω κάτι ολόγυρα, κάνω κάτι κυρτό γύρω γύρω 2. προσπερνώ, παρακάμπτω αρχ. 1. διαγράφω πλήρη καμπή 2. λυγίζω κάτι γύρω ή πάνω από κάτι άλλο 3. κάνω στροφή και κατευθύνομαι κάπου 4. προχωρώ, βαδίζω έτσι ώστε να αποφύγω κάτι 5. (για … Dictionary of Greek
περικάμπτει — περικάμπτω pres ind mp 2nd sg περικάμπτω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικάμπτοντα — περικάμπτω pres part act neut nom/voc/acc pl περικάμπτω pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικάμψαι — περικάμπτω aor inf act περικάμψαῑ , περικάμπτω aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικαμπτέσθω — περικάμπτω pres imperat mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικαμπτέσθωσαν — περικάμπτω pres imperat mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικαμπτέτωσαν — περικάμπτω pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικαμφθείσης — περικάμπτω aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικάμπτειν — περικάμπτω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικάμπτεται — περικάμπτω pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικάμπτοντες — περικάμπτω pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)