-
81 περικόψειν
περικόπτωcut all round: fut inf act (attic epic) -
82 περικόψοντος
περικόπτωcut all round: fut part act masc /neut gen sg -
83 περικόψωμεν
περικόπτωcut all round: aor subj act 1st pl -
84 περικόψωσι
περικόπτωcut all round: aor subj act 3rd pl -
85 περικόψωσιν
περικόπτωcut all round: aor subj act 3rd pl -
86 περίκοψον
περικόπτωcut all round: aor imperat act 2nd sg -
87 περικόπτη
περικόπτωcut all round: pres subj mp 2nd sgπερικόπτωcut all round: pres ind mp 2nd sgπερικόπτωcut all round: pres subj act 3rd sg -
88 περικόπτῃ
περικόπτωcut all round: pres subj mp 2nd sgπερικόπτωcut all round: pres ind mp 2nd sgπερικόπτωcut all round: pres subj act 3rd sg -
89 περικόψη
περικόπτωcut all round: aor subj mid 2nd sgπερικόπτωcut all round: aor subj act 3rd sgπερικόπτωcut all round: fut ind mid 2nd sg -
90 περικόψῃ
περικόπτωcut all round: aor subj mid 2nd sgπερικόπτωcut all round: aor subj act 3rd sgπερικόπτωcut all round: fut ind mid 2nd sg -
91 περικεκομμένας
περικεκομμένᾱς, περικόπτωcut all round: perf part mp fem acc plπερικεκομμένᾱς, περικόπτωcut all round: perf part mp fem gen sg (doric aeolic) -
92 περικοπτούσας
περικοπτούσᾱς, περικόπτωcut all round: pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)περικοπτούσᾱς, περικόπτωcut all round: pres part act fem gen sg (doric) -
93 περιέκοπτον
περϊέκοπτον, περικόπτωcut all round: imperf ind act 3rd plπερϊέκοπτον, περικόπτωcut all round: imperf ind act 1st sg -
94 сократить
-ащу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сокращнный, -щн, -щена, -щеноρ.σ.μ.1. συντομεύω, βραχύνω, κονταίνω• περικόπτω, κόβω•сократить путь συντομεύω το δρόμο•
сократить статью περικόπτω το άρθρο.
|| σχηματίζω αρκτικόλεξα, ή συντετμημένα ή βραχυγραφίες λέξεων ή σύνθετες συντομογραφίες.2. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω• περιορίζω•сократить расходы περιορίζω τα έξοδα•
сократить армжю μειώνω την αρι,θμητική δύναμη του στρατού.
3. απολύω από τη δουλειά (λόγω περιορισμού εργατικής δύναμης ή προσωπικού).4. (απλ.) χαλιναγωγώ, περιορίζω, δεσμεύω, συγκρατώ.5. (μαθ.) απλοποιώ.1. συντομεύομαι, βραχύνομαι, κονταίνω, μικραίνω•расстояние -лось η απόσταση μίκραινε•
дни -лись οι μέρες μίκραιναν.
2. μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω.3. συστέλομαι, μαζεύω (για υφάσματα, όργανα του σώματος).4. (μαθ.) απλοποιούμαι. -
95 усечь
ρ.σ.μ. (γραπ. λόγος) αποκόπτω• αφαιρώ• βραχύνω, κοντεύω• περικόπτω•усечь стих περικόπτω το ποίημα.
(γραμμ.) συντέμνω. -
96 περι-κεκομμένως
περι-κεκομμένως, adv. part. perf. pass. von περικόπτω, abgekürzt (?).
-
97 обрезать
(уменьшать в размере, срезать со всех сторон) κόβω, περικόπτω, τέμνω, περιτέμνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обрезать
-
98 обрубать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обрубать
-
99 сокращать
1. мат. απλοποιώ, διαιρώμειώνω2. (слово, наименование) συντομεύω, συντομογράφω 3. (делать более коротким) κονταίνω, συντομεύω 4. (уменьшать в количестве, объёме) ελαττώνω, περικόπτω, λιγοστεύω 5. (увольнять с работы, со службы) απολύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сокращать
-
100 срезать
1. (разрезать, отрезать) κόβω, τέμνω, κόπτω 2. (сокращать, уменьшать размеры чего-л.) περικόπτω, κόβω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > срезать
См. также в других словарях:
περικόπτω — cut all round pres subj act 1st sg περικόπτω cut all round pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικόπτω — περικόπτω, περιέκοψα βλ. πίν. 11 και πρβλ. περικόβω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
περικόπτω — ΝΜΑ και περικόβω Ν νεοελλ. 1. αφαιρώ μέρη από ένα σύνολο, λ.χ. από κείμενο, κινηματογραφική ταινία κ.λπ. 2. μειώνω, ελαττώνω, περιστέλλω περιορίζω νεοελλ. αρχ. κόβω κάτι ολόγυρα, στις άκρες, ακρωτηριάζω, κολοβώνω, κουτσουρεύω μσν. αρχ. αναχαιτίζω … Dictionary of Greek
περικεκομμένα — περικόπτω cut all round perf part mp neut nom/voc/acc pl περικεκομμένᾱ , περικόπτω cut all round perf part mp fem nom/voc/acc dual περικεκομμένᾱ , περικόπτω cut all round perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικόπτῃ — περικόπτω cut all round pres subj mp 2nd sg περικόπτω cut all round pres ind mp 2nd sg περικόπτω cut all round pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικόψει — περικόπτω cut all round aor subj act 3rd sg (epic) περικόπτω cut all round fut ind mid 2nd sg περικόπτω cut all round fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικόψουσι — περικόπτω cut all round aor subj act 3rd pl (epic) περικόπτω cut all round fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) περικόπτω cut all round fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικόψω — περικόπτω cut all round aor subj act 1st sg περικόπτω cut all round fut ind act 1st sg περικόπτω cut all round aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικόψῃ — περικόπτω cut all round aor subj mid 2nd sg περικόπτω cut all round aor subj act 3rd sg περικόπτω cut all round fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικεκομμένον — περικόπτω cut all round perf part mp masc acc sg περικόπτω cut all round perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικεκομμένων — περικόπτω cut all round perf part mp fem gen pl περικόπτω cut all round perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)