-
1 retrench
περικόπτω -
2 сократить
-ащу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сокращнный, -щн, -щена, -щеноρ.σ.μ.1. συντομεύω, βραχύνω, κονταίνω• περικόπτω, κόβω•сократить путь συντομεύω το δρόμο•
сократить статью περικόπτω το άρθρο.
|| σχηματίζω αρκτικόλεξα, ή συντετμημένα ή βραχυγραφίες λέξεων ή σύνθετες συντομογραφίες.2. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω• περιορίζω•сократить расходы περιορίζω τα έξοδα•
сократить армжю μειώνω την αρι,θμητική δύναμη του στρατού.
3. απολύω από τη δουλειά (λόγω περιορισμού εργατικής δύναμης ή προσωπικού).4. (απλ.) χαλιναγωγώ, περιορίζω, δεσμεύω, συγκρατώ.5. (μαθ.) απλοποιώ.1. συντομεύομαι, βραχύνομαι, κονταίνω, μικραίνω•расстояние -лось η απόσταση μίκραινε•
дни -лись οι μέρες μίκραιναν.
2. μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω.3. συστέλομαι, μαζεύω (για υφάσματα, όργανα του σώματος).4. (μαθ.) απλοποιούμαι. -
3 усечь
ρ.σ.μ. (γραπ. λόγος) αποκόπτω• αφαιρώ• βραχύνω, κοντεύω• περικόπτω•усечь стих περικόπτω το ποίημα.
(γραμμ.) συντέμνω. -
4 обрезать
(уменьшать в размере, срезать со всех сторон) κόβω, περικόπτω, τέμνω, περιτέμνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обрезать
-
5 обрубать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обрубать
-
6 сокращать
1. мат. απλοποιώ, διαιρώμειώνω2. (слово, наименование) συντομεύω, συντομογράφω 3. (делать более коротким) κονταίνω, συντομεύω 4. (уменьшать в количестве, объёме) ελαττώνω, περικόπτω, λιγοστεύω 5. (увольнять с работы, со службы) απολύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сокращать
-
7 срезать
1. (разрезать, отрезать) κόβω, τέμνω, κόπτω 2. (сокращать, уменьшать размеры чего-л.) περικόπτω, κόβω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > срезать
-
8 усекать
τέμνω, κόβω, περικόπτω, αποκόπτω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > усекать
-
9 обрезать
обрезатьсов, обрезать несов1. κόβω, περικόπτω / ψαλιδίζω (крылья, когти):\обрезать волосы κόβω τά μαλλιά· \обрезать веревку κόβω τό σχοινί·2. (поранить) κόβω·3. (прерывать кого-л.) разг διακόπτω (κάποιον). -
10 обрубать
обрубатьнесов, обрубить сов1. κόβω, περικόπτω, ἀποκόπτω / πελεκῶ (со всех сторон)/ κλαδεύω (ветки)·2. (подшивать) στριφωνω, περιρράπτω. -
11 подрезать
подрезатьсов, подрезать несов κόβω (волосы и т. п.) / κλαδεύω (деревья) / περικόπτω, ψαλιδίζω (по краям)· ◊ \подрезать крылья кому́-л. κόβω τά φτερά κάποιου. -
12 сократить
сократитьсов, сокращать несов1. (делать короче) κονταίνω (μ«τ), βραχύνω συντομεύω·2. (уменьшать в количестве, объеме) ἐλαττώνω, περικόπτω, λιγοστεύω:\сократить штаты ἐλαττώνω τό προσωπικό· \сократить производство чего́-л. ἐλαττώνω τήν παραγωγή·3. (увольнять) разг ἀπολύω (εργάτες ζπαλλήλοος)·4. мат ἀπλοποιώ. -
13 уменьшать
уменьш||атьнесов μικραίνω, λιγοστεύω (μετ.), ἐλαττώνω, μειώνω/ περικόπτω (сокращать)/ μετριάζω (смягчать):\уменьшать цену ἐλαττώνω τήν τιμή· \уменьшать вес ἐλαττώνω τό βάρος. -
14 урезать
урезатьсов, урезать несов прям., перен κόβω, κονταίνω (делать короче)/ ἐλαττώνω, (ό)λιγοστεύω (μετ.) (уменьшать) /περικόπτω,· περιορίζω (сокращать):\урезать расходы ἐλαττώνω τά Εξοδα. -
15 abridge
[ə'bri‹](to make (especially a book) shorter.) συντομεύω, περικόπτω- abridged- abridgement
- abridgment -
16 cut back
to reduce considerably: The government cut back (on) public spending (noun cutback) περικόπτω -
17 dock
I 1. [dok] noun1) (a deepened part of a harbour etc where ships go for loading, unloading, repair etc: The ship was in dock for three weeks.) αποβάθρα,μώλος,δεξαμενή2) (the area surrounding this: He works down at the docks.) αποβάθρα3) (the box in a law court where the accused person sits or stands.) εδώλιο2. verb(to (cause to) enter a dock and tie up alongside a quay: The liner docked in Southampton this morning.) δένω- docker- dockyard II [dok] verb(to cut short or remove part from: The dog's tail had been docked; His wages were docked to pay for the broken window.) περικόπτω -
18 выбросить
-ошу, -осишь, προστκ. выбрось, κ. выброси, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выброшенный, βρ: -шен, -а, -о, ρ.σ.μ.1. ρίχνω, πετώ έξω•он -ил окурок в окно αυτός πέταξε τη γόπα έξω από το παράθυρο•
выбросить мусор πετώ έξω τα σκουπίδια.
|| μτφ. διαγράφω, σβήνω, περικόπτω, απορρίπτω•в цензуре -ли основное η λογοκρισία απέρριψε το βασικό.
|| μτφ. σπαταλώ, ξοδεύω, δαπανώ άσκοπα, σκορπώ•выбросить зря деньги σπαταλώ τα χρήματα•
выбросить на ветер сто рублей σκορπίζω στον αέρα (εξανεμίζω) εκατό ρούβλια.
2. προτείνω, προβάλλω, τεντώνω, τινάζω•выбросить руку вправо τεντώνω το χέρι δεξιά•
-винтовку выбросить προτείνω το τουφέκι.
3. προπέμπω, προαποστέλλω, εξαποστέλλω.4. αναδίδω, εκφύω, βλαστίζω.5. βγάζω, ρίχνω•выбросить товары на рынок ρίχνω εμπορεύματα στην αγορά.
εκφρ.выбросить из головы, сердца, памяти – βγάζω από το κεφάλι (νου), την καρδιά, τη μνήμη (ξεχνώ)•-лозунг ή призыв – ρίχνω σύνθημα•выбросить на улицу – α) ρίχνω, πετώ στο δρόμο, διώχνω από το σπίτι, β) στερώ των μέσων ύπαρξης, πετώ στο δρόμο.ρίχνομαι, πηδώ κάτω•он -ился из окна αυτός ρίχτηκε (έπεσε) κάτω από το παράθυρο.
|| εξοκέλλω• προσαράσσω. || ξεσπώ, βγαίνω, πετάγομαι απότομα, με δύναμη (για καπνό, φλόγα, νερό κ.τ.τ.). -
19 обкорнать
ρ.σ.μ. (απλ.)1. βλ. окорнать.2. μτφ. ακρωτηριάζω, περικόπτω, κολοβώνω. -
20 подрезать
ρ.σ.μ.1. κόβω λίγο, κοντεύω, βραχύνω•подрезать подол у платья κοντεύω το γύρο του φορέματος•
подрезать волосы κοντεύω τα μαλλιά•
подрезать бороду κοντεύω τα γένια.
|| κλαδεύω, ψαλιδίζω. || μτφ. λιγοστεύω, περιορίζω, κόβω, κρουτσουλεύω.2. περικόπτω, -όβω.3. μτφ. εξασθενώ, αδυνατίζω, τρώγω, κόβω, καταβάλλω.4. κόβω ακόμα, συμπληρωματικά•подрезать хлеба, сыра κόβω ακόμα ψωμί, κασέρι.
ρ.δ.βλ. подрезать.κόβομαι, κοντεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
περικόπτω — cut all round pres subj act 1st sg περικόπτω cut all round pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικόπτω — περικόπτω, περιέκοψα βλ. πίν. 11 και πρβλ. περικόβω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
περικόπτω — ΝΜΑ και περικόβω Ν νεοελλ. 1. αφαιρώ μέρη από ένα σύνολο, λ.χ. από κείμενο, κινηματογραφική ταινία κ.λπ. 2. μειώνω, ελαττώνω, περιστέλλω περιορίζω νεοελλ. αρχ. κόβω κάτι ολόγυρα, στις άκρες, ακρωτηριάζω, κολοβώνω, κουτσουρεύω μσν. αρχ. αναχαιτίζω … Dictionary of Greek
περικεκομμένα — περικόπτω cut all round perf part mp neut nom/voc/acc pl περικεκομμένᾱ , περικόπτω cut all round perf part mp fem nom/voc/acc dual περικεκομμένᾱ , περικόπτω cut all round perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικόπτῃ — περικόπτω cut all round pres subj mp 2nd sg περικόπτω cut all round pres ind mp 2nd sg περικόπτω cut all round pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικόψει — περικόπτω cut all round aor subj act 3rd sg (epic) περικόπτω cut all round fut ind mid 2nd sg περικόπτω cut all round fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικόψουσι — περικόπτω cut all round aor subj act 3rd pl (epic) περικόπτω cut all round fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) περικόπτω cut all round fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικόψω — περικόπτω cut all round aor subj act 1st sg περικόπτω cut all round fut ind act 1st sg περικόπτω cut all round aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικόψῃ — περικόπτω cut all round aor subj mid 2nd sg περικόπτω cut all round aor subj act 3rd sg περικόπτω cut all round fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικεκομμένον — περικόπτω cut all round perf part mp masc acc sg περικόπτω cut all round perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικεκομμένων — περικόπτω cut all round perf part mp fem gen pl περικόπτω cut all round perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)