-
1 περικοπείεν
-
2 περικοπεῖεν
См. также в других словарях:
περικοπεῖεν — περικόπτω cut all round aor opt pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 περικοπείεν
2 περικοπεῖεν
περικοπεῖεν — περικόπτω cut all round aor opt pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)