-
1 περικλύμενον
περικλύμενονhoneysuckle: neut nom /voc /acc sg -
2 περικλύμενον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περικλύμενον
-
3 Περικλύμενον
Περικλύμενοςmasc acc sg -
4 περικλυμένοιο
περικλύμενονhoneysuckle: neut gen sg (epic) -
5 περικλυμένου
περικλύμενονhoneysuckle: neut gen sg -
6 περικλυμένω
-
7 περικλυμένῳ
-
8 περικλυμένωι
περικλυμένῳ, περικλύμενονhoneysuckle: neut dat sg -
9 περικλύμεν'
περικλύμενα, περικλύμενονhoneysuckle: neut nom /voc /acc pl -
10 αἰγίνη
αἰγίνη, ἡ,A = περικλύμενον, Ps.-Dsc.4.14. -
11 καλυκάνθεμον
κᾰλῠκ-άνθεμον, τό,A = κλύμενον, Ps.-Dsc.4.13; = περικλύμενον, ib. 14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλυκάνθεμον
-
12 σπληνίον
σπλην-ίον, τό,II = ἄσπληνος (v.ἄσπληνον 1
), Dsc.3.134;= ἡμιονῖτις, ib.135; = περικλύμενον, Id.4.14; = κυνόγλωσσον, Ps.-Dsc.4.127.—On the accent, v. Hdn.Gr.1.360.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπληνίον
-
13 ἑλξίνη
A pellitory, Parietaria officinalis, Dsc.4.85, Apollon.Mir.30.II bindweed, Convolvulus arvensis, Dsc.4.39.III = μῖλαξ τραχεῖα, Ps.-Dsc.4.142.IV ἑ. μείζων, = περικλύμενον, ib.14.
См. также в других словарях:
περικλύμενον — honeysuckle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περικλύμενον — Περικλύμενος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικλυμένοιο — περικλύμενον honeysuckle neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικλυμένου — περικλύμενον honeysuckle neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικλυμένῳ — περικλύμενον honeysuckle neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PERICLYMENUS — Nelei fil. frater Nestoris et Chronii, Homer. 2. Od. Cui a Neptuno avo concessum erat, ut in quas visum esset formas se posset transformare. Testatur hoc Euphorion, in his. Περικλύμενον τ᾿ ἀγέρωχον Ο῎λβιον, ᾧ πόρε δῶρα Ποσειδάων Ε᾿νοσίχθων Παντȏι … Hofmann J. Lexicon universale
καλυκάνθεμον — καλυκάνθεμον, τὸ (Α) βοτ. 1. το φυτό κλύμενον 2. το φυτό περικλύμενον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλυξ, υκος + ἄνθεμον «ἄνθος»] … Dictionary of Greek
περικλυμένωι — περικλυμένῳ , περικλύμενον honeysuckle neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικλύμεν' — περικλύμενα , περικλύμενον honeysuckle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)