-
1 περικλείση
περικλείσηι, περίκλεισιςenclosing all round: fem dat sg (epic)περικλείωshut in all round: aor subj mid 2nd sgπερικλείωshut in all round: aor subj act 3rd sgπερικλείωshut in all round: fut ind mid 2nd sg -
2 περικλείσῃ
περικλείσηι, περίκλεισιςenclosing all round: fem dat sg (epic)περικλείωshut in all round: aor subj mid 2nd sgπερικλείωshut in all round: aor subj act 3rd sgπερικλείωshut in all round: fut ind mid 2nd sg -
3 περίκλειση
[-ις (-εως)] η огораживание, отнесение оградой -
4 обвод
-а α.1. περιφορά.2. περίγραμμα, διάγραμμα.3. μπορντούρα, (περί)γυρος, περίζωμα.4. περίφραγμα, περίκλειση, περιβολή, περίβολος. || παρυφή.5. πλθ. -ы το εξωτερικό περίγραμμα πλοίου. -
5 огораживание
-я ουδ.1. περίφραξη, περιτοίχιση, περίκλειση.2. το άρπαγμα της γης στην Αγγλία από τους τσιφλικάδες.
См. также в других словарях:
περίκλειση — η / περίκλεισις, είσεως, ΝΑ [περικλείω] το κλείσιμο ολόγυρα, ο περιορισμός από όλες τις πλευρές, πλήρης έμφραξη … Dictionary of Greek
περικλείσῃ — περικλείσηι , περίκλεισις enclosing all round fem dat sg (epic) περικλείω shut in all round aor subj mid 2nd sg περικλείω shut in all round aor subj act 3rd sg περικλείω shut in all round fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίφραξη — η / περίφραξις, άξεως, ΝΜ [περιφράσσω] η κατασκευή φράχτη ολόγυρα, η περίκλειση με φράχτη … Dictionary of Greek
περικλειστικός — ή, όν, Α [περικλείω] ικανός ή επιτήδειος για περίκλειση, αυτός που μπορεί να περικλείσει, να περιλάβει κάτι («ὁ κύκλος περικλειστικὸς παντὸς πολυγώνου σχήματος», Ιάμβλ.) … Dictionary of Greek
περιοχή — η, ΝΜΑ [περιέχω] 1. χώρος γύρω από κάτι, τόπος γύρω από πόλη, οικισμό ή από έδρα αρχής, περιφέρεια (α. «η περιοχή τής Κορίνθου» β. «η περιοχή τού Γ Σώματος στρατού» γ. «ἡ ἐκτὸς περιοχή», Θεόφρ.) 2. (γενικά) έκταση, επιφάνεια γης, τόπος, χώρος (α … Dictionary of Greek