-
1 περικλειτών
-
2 περικλειτῶν
См. также в других словарях:
περικλειτῶν — περικλειτός far famed fem gen pl περικλειτός far famed masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 περικλειτών
2 περικλειτῶν
περικλειτῶν — περικλειτός far famed fem gen pl περικλειτός far famed masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)