-
1 περικαταληφθέντος
περί-καταλαμβάνωseize: aor part pass masc /neut gen sg -
2 περι-κατα-λείπω
περι-κατα-λείπω, übrig lassen, ἐκ τοῠ περικαταλειφϑέντος σίτου, Pol. 4, 63, 10, was man in περικαταληφϑέντος geändert hat.
См. также в других словарях:
περικαταληφθέντος — περί καταλαμβάνω seize aor part pass masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)