-
1 περικαλλώς
-
2 περικαλλῶς
См. также в других словарях:
περικαλλῶς — περικαλλής very beautiful adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικαλλής — ές, ΝΜΑ (για πρόσ. και πράγμ.) πάρα πολύ ωραίος, πολύ όμορφος, πανώριος. επίρρ... περικαλλώς / περικαλλῶς ΝΜΑ με εξαιρετική ομορφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι* + καλλής (< κάλλος), πρβλ. υπερ καλλής] … Dictionary of Greek