-
1 περικαθαπτω
-
2 περικαθάπτω
A fasten or put on,τῷ ἀγκίστρῳ ἰχθῦς Plu.Ant.29
:— [voice] Med., fasten on oneself, put on,νεβρίδας Id.2.364e
.2 = περικαταστρέφω, ἀγγεῖον Str.16.4.6 ;ἄμβικα Dsc.5.95
;τρύβλιον τῷ ἀλγοῦντι μέρει Id.Eup.2.45
; enclose,πυξίδα πυξίδι Ps.-Callisth.3.31
.3 intr. c. dat., grasp, enclose,ἀκτῖνες οἷον χειρῶν ἐπαφαῖς π. τοῖς ἐκτὸς σώμασι Placit.4.13.9
, Gal.Phil.Hist.94.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περικαθάπτω
-
3 περικαθάπτω
περι-καθ-άπτω, rings herum od. darüber anknüpfen; sich anziehen -
4 περικαθάπτουσιν
περικαθάπτωfasten: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)περικαθάπτωfasten: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) -
5 περικαθαπτούσαις
περικαθάπτωfasten: pres part act fem dat pl (attic epic doric ionic) -
6 περικαθάπτειν
περικαθάπτωfasten: pres inf act (attic epic) -
7 περικαθάπτονται
περικαθάπτωfasten: pres ind mp 3rd pl -
8 περικαθάψαντες
περικαθάπτωfasten: aor part act masc nom /voc pl -
9 περικάθαψον
περικαθάπτωfasten: aor imperat act 2nd sg -
10 περικαθαπτούσας
περικαθαπτούσᾱς, περικαθάπτωfasten: pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)περικαθαπτούσᾱς, περικαθάπτωfasten: pres part act fem gen sg (doric) -
11 περικαθάψας
περικαθάψᾱς, περικαθάπτωfasten: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
περικαθάπτω — Α 1. αναρτώ γύρω γύρω, κρεμώ κάτι ολόγυρα («ἐκέλευσε τοὺς ἁλιεῑς... κρύφᾳ τῷ ἀγκίστρῳ περικαθάπτειν ἰχθῡς» Πλούτ.) 2. αναποδογυρίζω 3. εγκλείω 4. περικλείω, περιβάλλω 5. μέσ. περικαθάπτομαι α) προσδένω κάτι στο σώμα μου β) φορώ κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
περικαθάπτουσιν — περικαθάπτω fasten pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) περικαθάπτω fasten pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικαθαπτούσαις — περικαθάπτω fasten pres part act fem dat pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικαθάπτειν — περικαθάπτω fasten pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικαθάπτονται — περικαθάπτω fasten pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικαθάψαντες — περικαθάπτω fasten aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικάθαψον — περικαθάπτω fasten aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικαθαπτούσας — περικαθαπτούσᾱς , περικαθάπτω fasten pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) περικαθαπτούσᾱς , περικαθάπτω fasten pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικαθάψας — περικαθάψᾱς , περικαθάπτω fasten aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)