Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

περικαθάπτω

См. также в других словарях:

  • περικαθάπτω — Α 1. αναρτώ γύρω γύρω, κρεμώ κάτι ολόγυρα («ἐκέλευσε τοὺς ἁλιεῑς... κρύφᾳ τῷ ἀγκίστρῳ περικαθάπτειν ἰχθῡς» Πλούτ.) 2. αναποδογυρίζω 3. εγκλείω 4. περικλείω, περιβάλλω 5. μέσ. περικαθάπτομαι α) προσδένω κάτι στο σώμα μου β) φορώ κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • περικαθάπτουσιν — περικαθάπτω fasten pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) περικαθάπτω fasten pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικαθαπτούσαις — περικαθάπτω fasten pres part act fem dat pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικαθάπτειν — περικαθάπτω fasten pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικαθάπτονται — περικαθάπτω fasten pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικαθάψαντες — περικαθάπτω fasten aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικάθαψον — περικαθάπτω fasten aor imperat act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικαθαπτούσας — περικαθαπτούσᾱς , περικαθάπτω fasten pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) περικαθαπτούσᾱς , περικαθάπτω fasten pres part act fem gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικαθάψας — περικαθάψᾱς , περικαθάπτω fasten aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»