-
1 περικάω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περικάω
-
2 περι-καίω
περι-καίω (s. καίω), att. περικάω, rings umher anzünden, verbrennen; π ερικεκαυμένοι, Her. 4, 69; übertr., δεινῶς οὕτω περικαίονται, Andoc. 2, 2; Theophr. u. Sp., wie Plut. Fab. 6.
См. также в других словарях:
περικάω — Α (αττ. τ.) βλ. περικαίω … Dictionary of Greek
περικαίω — ΝΑ, και περικαίγω Ν, και αττ. τ. περικάω Α καίω κάτι ολόγυρα, καψαλίζω τσουρουφλίζω αρχ. 1. μτφ. φλογίζω, εξεγείρω, εξερεθίζω 2. παθ. περικαίομαι α) φλέγομαι ολόγυρα, από όλα τα μέρη, καψαλίζομαι γύρω γύρω β) φλέγομαι από αγάπη για κάποιον … Dictionary of Greek