-
1 περικαρδιος
-
2 περικάρδιος
περικάρδιοςabout: masc /fem nom sg -
3 περικάρδιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περικάρδιος
-
4 περικάρδιος
περι-κάρδιος, um das Herz, in der Nähe des Herzens -
5 περικάρδιον
περικάρδιοςabout: masc /fem acc sgπερικάρδιοςabout: neut nom /voc /acc sg -
6 περικαρδίου
περικάρδιοςabout: masc /fem /neut gen sg -
7 περικάρδια
περικάρδιοςabout: neut nom /voc /acc pl -
8 ὑμήν
ὑμήν, ένος, ὁ, Haut, Häutchen; Arist. H. A. 3, 13 u. bes. Med., z. B. περικάρδιος, Herzbeutel, ὁ περιτόναιος, das Bauchfell, ὑμὴν ὑγρός, die große Rückensehne der Knorpelfische, Ael. H. A. 14, 21. – Uebh. Hülle, Gewand, Decke, Sp.
-
9 περικαρδίω
-
10 περικαρδίῳ
-
11 ὑμήν
A thin skin, membrane, caul, of those which enclose the brain and heart, Arist.HA 494b29, 519b4, al.; the foetus, ib. 586a20, Sor.1.57, Porph.Gaur.10.3; the bowels, Arist.PA 673b4; the eye, Sor.1.103, Gal.UP10.7,9; ὑ. περικάρδιος the pericardium,ὑ. περιτόναιος
the peritoneum,Poll.
2.217, 224; ὑ. ὑγρός the large dorsal sinew of cartilaginous fish, Ael.NA14.26; the membrana nictitans of birds, Arist.PA 657a30; the wing of insects, ib. 682b18.2 capsule or seed-vessel of plants, Thphr.HP1.11.2, Gp.5.2.11; ὁ ἔξωθεν ὑ., opp. ἡ ἔνδοθεν σάρξ, of a date, Sor.2.13.3 thin plate of metal, Ph.1.503, Ath.6.230d. -
12 ὑμήν
ὑμήν, ένος, ὁ, Haut, Häutchen; περικάρδιος, Herzbeutel; ὁ περιτόναιος, das Bauchfell; ὑμὴν ὑγρός, die große Rückensehne der Knorpelfische. Übh. Hülle, Gewand, Decke--------------------------------ὑμήν, ένος, ὁ, der Hochzeitsgesang
См. также в других словарях:
περικάρδιος — about masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικάρδιος — ον, ΜΑ αυτός που βρίσκεται γύρω από την καρδιά ή κοντά σε αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + καρδία (πρβλ. εγκάρδιος)] … Dictionary of Greek
περικάρδιον — περικάρδιος about masc/fem acc sg περικάρδιος about neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικαρδίου — περικάρδιος about masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικαρδίῳ — περικάρδιος about masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικάρδια — περικάρδιος about neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… … Dictionary of Greek
περικάρδιο — (Ανατ.). Ορογόνος θύλακας που περιβάλλει την καρδιά και το αρχικό τμήμα των μεγάλων αγγείων. Το π., μαζί με το περισπλάγχνιο πέταλο, που ονομάζεται επικάρδιο, κολλάει στον καρδιακό μυ, ενώ το έξω πέταλο είναι ενισχυμένο από ανθεκτικό ινώδη ιστό.… … Dictionary of Greek