-
1 περιιδρούντας
-
2 περιιδροῦντας
См. также в других словарях:
περιιδροῦντας — περιιδρόω sweat all over pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 περιιδρούντας
2 περιιδροῦντας
περιιδροῦντας — περιιδρόω sweat all over pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)