-
1 περιιδνόομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιιδνόομαι
-
2 περιιδνούται
-
3 περιιδνοῦται
См. также в других словарях:
περιιδνοῦται — περιιδνόομαι become bent pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)