-
1 περιθνήσκω
περιθνήσκω, of flesh,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιθνήσκω
См. также в других словарях:
περιθνήσκω — Α χάνω την αισθητικότητά μου στην περιοχή γύρω από ένα τραύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + θνήσκω «πεθαίνω»] … Dictionary of Greek