Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

περιθλίβω

См. также в других словарях:

  • περιθλίβω — Α πιέζω, ζουλώ κάτι από όλες τις μεριές. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * θλίβω «πιέζω»] …   Dictionary of Greek

  • θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… …   Dictionary of Greek

  • περίθλιψις — ίψεως, ἡ, Α [περιθλίβω] πίεση που ασκείται σε κάτι από παντού …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»