-
1 περιθαλπης
См. также в других словарях:
περιθαλπής — ές, ΜΑ πολύ θερμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + θαλπής (< θάλπος «ζεστασιά») πρβλ. δυσ θαλπής] … Dictionary of Greek
περιθαλπῆ — περιθαλπής very hot neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) περιθαλπής very hot masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) περιθαλπής very hot masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιθαλπέα — περιθαλπής very hot neut nom/voc/acc pl (epic ionic) περιθαλπής very hot masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάλπος — ους, το (Α θάλπος, εος) θερμότητα, ζέστη («θάλπος ἐν χειμῶνι», Αισχύλ.) νεοελλ. θαλπωρή, ζεστασιά, εγκαρδιωση («το θάλπος τής μητρικής αγκαλιάς») αρχ. πυρετός ή οξύς διαπεραστικός πόνος («ἀφῆκα θυμῷ καρδίας τοξεύματα βέβαια, τῶν σὺ θάλπος οὐχ… … Dictionary of Greek