Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

περιθάλπω

См. также в других словарях:

  • περιθάλπω — περιθάλπω, περιέθαλψα βλ. πίν. 9 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • περιθάλπω — ΝΜΑ μτφ. περιποιούμαι, συντρέχω άρρωστο ή αδύναμο, φροντίζω στοργικά κάποιον που έχει ανάγκη αρχ. ζεσταίνω απ όλες τις μεριές. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + θάλπω «θερμαίνω»] …   Dictionary of Greek

  • περιθάλπω — περιέθαλψα, προστατεύω κάποιον που έχει ανάγκη, φροντίζω, μεριμνώ, συντρέχω κάποιον: Πολλοί Έλληνες περιθάλψανε Εβραίους κατά τον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμπεριθάλπω — Α [περιθάλπω] περιθάλπω συγχρόνως …   Dictionary of Greek

  • Paratatikos — (griechisch παρατατικός) ist die Bezeichnung für eine Form der grammatischen Vergangenheit (siehe auch Präteritum) bei der Bildung griechischer Verbformen. Die Begriffe Präteritum und Paratatikos sind jedoch nicht deckungsgleich, da im… …   Deutsch Wikipedia

  • αντιθεραπεύω — ἀντιθεραπεύω (Α) φροντίζω, περιθάλπω κι εγώ αυτόν που με φρόντισε …   Dictionary of Greek

  • αποκοιτάζω — (Μ ἀποκοιτάζω) νεοελλ. περιποιούμαι, περιθάλπω κάποιον μσν. κοιτάζω, βλέπω …   Dictionary of Greek

  • θάλπω — (AM θάλπω) 1. θερμαίνω, ζεσταίνω («θερμὴ ἡμᾶς ἀκτὶς θάλπει», Αριστοφ.) 2. παρηγορώ, εμψυχώνω, εγκαρδιώνω 3. περιποιούμαι, φροντίζω («τὴν πόλιν θάλπω» περιβάλλω με αγάπη και στοργή την πόλη) μσν. αρχ. 1. εκκολάπτω 2. κάθομαι πάνω σε κάτι αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • θερμαίνω — (ΑΜ θερμαίνω) 1. κάνω θερμό κάτι, ζεσταίνω (α. «θερμαίνω νερό» β. «ἥλιος θερμαίνων χθόνα», Ευρ.) 2. ενισχύω, εμψυχώνω (α. «τόν θέρμανε η συζήτηση». β. «θερμαίνει φιλότατι νόον», Πίνδ.) 3. παθ. θερμαίνομαι α) είμαι ή γίνομαι θερμός, προσλαμβάνω… …   Dictionary of Greek

  • ληστοτροφώ — λῃστοτροφῶ, έω (Α) [ληστοτρόφος] τρέφω, περιποιούμαι, περιθάλπω ληστές …   Dictionary of Greek

  • μαζεύω — και μαζεύγω (Μ μαζεύω) 1. συναθροίζω, συλλέγω (α. «μια μέρα τήν εκοίταξε που εμάζευε λουλούδια», Κρυστ. β. «μαζεύει παλαιά γραμματόσημα») 2. συγκεντρώνω («μάζεψαν πολύ κόσμο») 3. εισπράττω («βγήκε πάλι να μαζέψει τα ενοίκια») νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»