-
1 περιζώννυμι
{с.гл., 7}ср.з. опоясываться, подпоясываться, препоясываться.Ссылки: Лк. 12:35, 37; 17:8; Деян. 12:8; Еф. 6:14; Откр. 1:13; 15:6.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > περιζώννυμι
-
2 περιζώννυμι
{с.гл., 7}ср.з. опоясываться, подпоясываться, препоясываться.Ссылки: Лк. 12:35, 37; 17:8; Деян. 12:8; Еф. 6:14; Откр. 1:13; 15:6.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > περιζώννυμι
-
3 περιζώννυμι
ср.з. опоясываться, подпоясываться, препоясываться.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > περιζώννυμι
-
4 4024
{с.гл., 7}ср.з. опоясываться, подпоясываться, препоясываться.Ссылки: Лк. 12:35, 37; 17:8; Деян. 12:8; Еф. 6:14; Откр. 1:13; 15:6.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4024
См. также в других словарях:
περιζώνω — περιζώννυμι και περιζωννύω, ΝΜΑ 1. περιβάλλω με ζώνη, ζώνω ολόγυρα 2. κυκλώνω, περικυκλώνω («ο στρατός περιέζωσε την τοποθεσία») μσν. αρχ. 1. μέσ. περιζώννυμαι ζώνομαι ή ντύνομαι με κάτι («ἐσθῆτα περιεζώσατο» Πλούτ.) 2. φρ. «περιζώννυμαι δύναμιν» … Dictionary of Greek
ζώνω — (AM ζώννυμι και ζωννύω, Μ και ζώνω) 1. (ενεργ. και μέσ.) περιβάλλω τη μέση με ζώνη, με ζωστήρα, περιζώνω ή αναρτώ κάτι από τη μέση με ζωστήρα (α. «έζωσε τη μέση του» β. «εζώστηκε το σπαθί του, τ άρματα του») 2. περικυκλώνω, περικλείω, πολιορκώ… … Dictionary of Greek
περίζωμα — το, ΝΜΑ, και περίζωσμα Α [περιζώννυμι] κομμάτι από ύφασμα ή δέρμα που δένεται πίσω στη μέση και καλύπτει το μπροστινό μέρος τού σώματος από τη μέση ώς τα γόνατα, η ποδιά, η μπροστέλα νεοελλ. 1. ξύλινη ζώνη κατά μήκος τού πλοίου, δίπλα στην ίσαλο… … Dictionary of Greek
περίζωση — η / περίζωσις, ώσεως, ΝΜΑ [περιζώννυμι] το να περιζώνει κάποιος κάτι ή να περιζώνεται με κάτι … Dictionary of Greek
περιζώστρα — η, ΝΜΑ νεοελλ. 1. ζώνη γύρω από κάτι 2. νεοελλ. σχοινί γύρω από τη βάρκα για να κρεμιένται παραβλήματα που τήν προφυλάσσουν από προσκρούσεις στην προβλήτα ή με άλλα πλοία μσν. αρχ. ζώνη γύρω από κάτι αρχ. ταινία από ύφασμα δεμένη γύρω από στεφάνι … Dictionary of Greek
ԱԾԱՆԻՄ — (ածայ.) NBH 1 0020 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 12c հ. περιζώννυμι cingor Ընդ մէջ ածել. սփածանիլ. մէջքը կապել. ... *Զգեցաւ տէր զօրութիւն, ընդ մէջ իւր ածաւ. Սղ. ՟Ղ՟Բ. 1: Շար.: *Ընդ մէջ իւր ածաւ ... ած ընդ մէջ իւր,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԳՕՏԵՒՈՐԵՄ — (եցի.) NBH 1 0588 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 9c, 10c ն. ԳՕՏԵՒՈՐԵՄ ԳՕՏԵՒՈՐԻՄ περιζώννυμι praecingor Գօտի ածել ընդ մէջ. գօտի կապել. ... *Պնդակազմ զմէջսն գօտեւորեն. Նանայ.: *Բէլ գօտեւորեալ զմէջսն. Խոր. ՟Ա. 10: *Գօտեւորեալ առ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԳՕՏԻ — (տւոյ, տեաց կամ տւոց.) NBH 1 0589 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 12c, 13c, 14c, 15c ζώνη zona, cingulum Կապ միջաց ʼի վերայ պարեգօտի. կամար. զունար. ... *Գօտի կտաւի, մաշկեղէն: Չուան գօտի: Ոչ լուծցեն զգօտիս ʼի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԶԳԵՆՈՒՄ — (զգեցայ, ցի՛ր, ցեալ.) NBH 1 0727 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 12c, 13c ն.հ. ԶԳԵՆՈՒՄ ἑνδύομαι, ἑνδιδύσκομαι , φορέω, φέρω, ἁμφιέννυμι, περιζώννυμι induor, vestior, fero, porto, gero, accingor,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՀԱՆԴԵՐՁԻՄ — (եցայ, եալ.) NBH 2 0041 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c ձ. ἁποσκευάζομαι vasa colligo παρασκευάζομαι paratus sum περιζώννυμι praecingor եւն. Կ ազմ եւ պատրաստ լինել. վառիլ կազմիլ. գօտեւորիլ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՊՆԴԵՄ — (եցի.) NBH 2 0657 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 12c, 14c ն. κρατέω, κατακρατέω firmiter teneo, obtineo, corroboro, fortifico, munio. Գրի եւ որպէս ռմկ. ՊՆՏԵԼ. Պինդ առնել, հաստատել. ամրացուցանել. պնտացնել, ամրցընել … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)