1 περιέργω
ἐν περιειργμένοις παραδείσοις X.HG4.1.15
ἐν σκώλοισι τὸ πρόσωπον περιειργμένος Ar.Lys. 810
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιέργω