-
1 περιεγκεντρίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιεγκεντρίζω
См. также в других словарях:
περιεγκεντρίζω — Α (σχετικά με τις πλάγιες δοκούς που στηρίζουν τη στέγη) τοποθετώ στερεά γύρω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἐγκεντρίζω «κεντρίζω, παρακινώ»] … Dictionary of Greek