-
1 περιδιδομαι
(fut. περιδώσομαι, aor. 2 περιεδόμην) предлагать в заклад, вкладывать в игру, ставитьτρίποδος περιδώμεθον! (dual. aor. 2 conjct.) Hom. — давай поставим (в нашем споре) треножник!;
π. περὴ τῆς κεφαλῆς Arph. — ручаться (своей) головой;περίδου ἐμοί Arph. — побейся со мной об заклад -
2 περιδου
I.II. -
3 περιδωμεθον
-
4 περιεδομην
aor. 2 к περιδίδομαι См. περιδιδομαι
См. также в других словарях:
περδόντων — περιδίδομαι aor part act masc/neut gen pl (epic) περιδίδομαι aor part act masc/neut gen pl περιδίδομαι aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδόντι — περιδίδομαι aor part act masc/neut dat sg (epic) περιδίδομαι aor part act masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδόντος — περιδίδομαι aor part act masc/neut gen sg (epic) περιδίδομαι aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδεδόσθαι — περιδίδομαι perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδίδοται — περιδίδομαι pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδόσθαι — περιδίδομαι aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδώσεσθαι — περιδίδομαι fut inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδώσομαι — περιδίδομαι fut ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδώσω — περιδίδομαι fut ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίδου — περιδίδομαι aor imperat mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέρδω — περιδίδομαι aor ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)