-
1 περιδραμητέον
περιδραμητέονmasc acc sgπεριδραμητέονneut nom /voc /acc sg -
2 περιδραμητέον
A gloss on περιθρεκτέον, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιδραμητέον
-
3 περιδραμητέον
См. также в других словарях:
περιδραμητέον — masc acc sg περιδραμητέον neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)