-
1 περιγιγνομαι
1) одерживать верх, одолевать, получать или иметь преимущество, превосходитьπ. τινος Hom., Her., Thuc. etc., τινα Her. и πρός τινα Thuc. — превосходить кого-л.;
τὰ Ὀλύμπια περιγινόμενος Plut. — победитель на Олимпийских играх;π. τινι πλῆθος νεῶν Thuc. — иметь над кем-л. преимущество в численности кораблей;περιγίγνεται ἡμῖν τοῖς μέλλουσιν ἀλγεινοῖς μέ προκάμνειν Thuc. — наше преимущество в том, что заранее мы не удручаемся предстоящими страданиями2) уцелевать, выживать, оставаться в живых, спастисьπ. τοῦ πάθεος Her. — остаться в живых после поражения, пережить разгром;
τῆς στρατιῆς οἱ περιγενόμενοι Her. — остатки разбитой армии;τῆς δίκης περιγενέσθαι Plat. — уйти от правосудия;ἐκ τῶν μεγίστων π. Thuc. — ускользнуть от страшных опасностей3) оставаться (в избытке), сохраняться(τινι Arph.)
ἑβδομήκοντα τάλαντα, ἃ περιεγένοντο τῶν φόρων Xen. — семьдесят талантов, которые остались от сумм дани4) проистекать, оказываться в результате, получатьсяπεριεγένετο ὥστε καλῶς ἔχειν Xen. — все сложилось хорошо;τὰ περιγιγνόμενά τινος Luc. — результаты чего-либо -
2 περιγίγνομαι
περι|γίγνομαι ['пребыть'] 1. превосходить; 2. пережить, остаться в живых; не быть истраченным до конца -
3 περι-
приставка со смыслом:1) около, вокруг, кругом (περιβάλλω)2) сверх, через, совершенно, весьма (περιγίγνομαι, περικαλλής) -
4 προσπεριγιγνομαι
См. также в других словарях:
περιγίγνομαι — to be superior to pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιγίγνομαι — και περιγίνομαι Α 1. είμαι ανώτερος από κάποιον, υπερτερώ, υπερέχω 2. είμαι πιο δυνατός από κάποιον, υπερισχύω, νικώ 3. εξακολουθώ να υπάρχω μετά από ένα γεγονός ή μετά τον θάνατο κάποιου, διασώζομαι, επιζώ 4. (για πράγμ.) περισσεύω, πλεονάζω,… … Dictionary of Greek
περιγεγενημένα — περιγίγνομαι to be superior to perf part mp neut nom/voc/acc pl περιγεγενημένᾱ , περιγίγνομαι to be superior to perf part mp fem nom/voc/acc dual περιγεγενημένᾱ , περιγίγνομαι to be superior to perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιγεγένησθε — περιγίγνομαι to be superior to perf imperat mp 2nd pl περιγίγνομαι to be superior to perf ind mp 2nd pl περιγίγνομαι to be superior to plup ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιγίνεσθε — περιγίγνομαι to be superior to pres imperat mp 2nd pl (ionic) περιγίγνομαι to be superior to pres ind mp 2nd pl (ionic) περιγίγνομαι to be superior to imperf ind mp 2nd pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιγεγενημένον — περιγίγνομαι to be superior to perf part mp masc acc sg περιγίγνομαι to be superior to perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιγεγενημένων — περιγίγνομαι to be superior to perf part mp fem gen pl περιγίγνομαι to be superior to perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιγεγονότα — περιγίγνομαι to be superior to perf part act neut nom/voc/acc pl περιγίγνομαι to be superior to perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιγενησομένων — περιγίγνομαι to be superior to fut part mid fem gen pl περιγίγνομαι to be superior to fut part mid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιγενησόμενον — περιγίγνομαι to be superior to fut part mid masc acc sg περιγίγνομαι to be superior to fut part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιγενομένων — περιγίγνομαι to be superior to aor part mid fem gen pl περιγίγνομαι to be superior to aor part mid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)