-
1 περιγραφών
-
2 περιγραφῶν
-
3 περιγράφων
περιγράφωdraw a line round: pres part act masc nom sg
См. также в других словарях:
περιγραφῶν — περιγραφή outline fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιγράφων — περιγράφω draw a line round pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
Βαρένιος, Βερνάρδος — (Bernhardus Varenius, 1622 1650). Γερμανός γεωγράφος. Το πραγματικό του όνομα ήταν Μπέρνχαρντ Βάρεν (Bernhard Varen). Έγραψε πολλά έργα. Τα πιο γνωστά είναι η Περιγραφή του βασιλείου της Ιαπωνίας που εκδόθηκε το 1649 και η Γενική γεωγραφία, που… … Dictionary of Greek
Βίνκελμαν, Γιόχαν Γιοακίμ — (Johann Joachim Winckelmann, Στένταλ, Πρωσία 1717 – Τεργέστη 1768).Γερμανός αρχαιολόγος και αισθητικός, ο ιδρυτής της αρχαιολογίας ως επιστήμης και ο μεγαλύτερος θεωρητικός του νεοκλασικισμού. Με το κριτήριο και τις γνώσεις του, κατόρθωσε, χωρίς… … Dictionary of Greek
Ερωτόκριτος — Τίτλος πολύστιχου αφηγηματικού ποιήματος, μιας ερωτικής μυθιστορίας, συνθέτης του οποίου είναι –σύμφωνα με μόνη πληροφορία του επιλόγου του– ο Βιτσέντζος Κορνάρος από τη Σητεία της Κρήτης. Αποτελείται από 10.052 ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους… … Dictionary of Greek
Κλαρίν — (Clarin, Θαμόρα 1852 – Οβιέντο 1901). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ισπανού συγγραφέα Λεοπόλδο Άλας. Σπούδασε νομικά στη Μαδρίτη και στη συνέχεια ανακηρύχθηκε τακτικός καθηγητής της φιλοσοφίας του δικαίου στο πανεπιστήμιο του Οβιέντο. Στις συλλογές… … Dictionary of Greek
Μπιφόν, Ζορζ Λουί Λεκλέρκ ντε- — (Georges Luis Leclerc de Buffon, Μονμπάρ 1707 – Παρίσι 1788). Γάλλος φυσιοδίφης. Μέλος της Ακαδημίας των Επιστημών σε ηλικία μόλις 26 ετών, τιμήθηκε με τον τίτλο του κόμη του Μπιφόν το 1771 για το επιστημονικό του έργο και για τη συμβολή του στον … Dictionary of Greek
Σπένσερ, Έντμουντ — (Spenser). Άγγλος ποιητής (Ηστ Σμίθφηλντ, Λονδίνο; 1552 περίπου – Λονδίνο 1599), ο μεγαλύτερος λυρικός της ελισαβεηανής εποχής. Στο Καίμπριτζ συνδέθηκε φιλικά με τον Γκάμπριελ Χάρβεϊ, ο οποίος κατόπιν τον παρουσίασε στο Σίντνεϊ. Ο τελευταίος του… … Dictionary of Greek