-
1 περιγραφη
ἥ1) очертание, очерк, эскиз, контур(τοῦ προσώπου Luc.)
π. τις ἔξωθεν περιγεγραμμένη Plat. — некий внешний набросок;π. καὴ οἱ τύποι τῶν τιμωριῶν Plat. — схема и типы наказаний;π. πόλεως Arst. — черта города;π. ὀκτακισχιλίων σταδίων Polyb. — восемь тысяч стадиев в окружности2) ограничение(τῆς ἀπολαύσεως Diod.)
3) след(δύο περιγραφὰ ποδοῖν Aesch.)
4) четкость -
2 περιγραφή
-
3 περιγραφή
[пэриграфи] ουσ θ описание. -
4 ευσημος
21) служащий хорошим предзнаменованием(φάσμα Eur.)
2) явственный, ясный, отчетливый(βοαί Soph.; περιγραφή Polyb.; χρηστῶν καὴ πονηρῶν διάκρισις Plut.)
μέ εὔσημον λόγον διδόναι NT. — произносить невразумительные речи3) хорошо видимый, заметный(τὸ πλοῖον Aesch.)
καπνῷ ἁλοῦσα εὔ. πόλις Aesch. — по дыму (пожаров) видно, что город взят -
5 ζωντανός
η, ό[ν]1) живой; живущий;ψάρια ζωντανά — живая рыба;
ζωντανό πλάσμα — живое существо;
ζωντανός κι' άχωστος — еле живой;
μένω ζωντανός — остаться в живых;
τρώγω (πιάνω) κάποιον ζωντανό — съесть (взять) кого-л. живьём;
2) живой, бодрый, активный, энергичный; жизнедеятельный;3) живой, йркий, выразительный;ζωντανή περιγραφή — живое описание;
ζωντανό βλέμμα — выразительный взгляд;
ζωντανό παράδειγμα — наглядный пример;
4) сырой, недоваренный; недожаренный;τό κρέας είναι ακόμα ζωντανό — мясо ещё не уварилось;
§ ζωντανή γλώσσα — живой язык
-
6 ολοζώντανος
-
7 σπαρταριστός
η, ό1) трепещущий; 2) перен. животрепещущий;§ σπαρταριστόςή επιγραφή — кричащий заголовок;
σπαρταριστόςή περιγραφή (εντύπωση) — живое, яркое описание (впечатление);
σπαρταριστόςές σελίδες — яркие, живые страницы;
σπαρταριστόςα γέλια — неудержимый смех
См. также в других словарях:
περιγραφή — outline fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιγραφή — (σχήματος σε άλλο σχήμα). Ο όρος χρησιμοποιείται στη γεωμετρία. Αν δοθεί στο επίπεδο ένα ν γωνο (*πολύγωνο) τίθεται το πρόβλημα: να περιγραφεί το ν γωνο σε κύκλο και το πρόβλημα: να περιγραφεί κύκλος στο ν γωνο. Το πρώτο σημαίνει: να… … Dictionary of Greek
περιγραφή — η η πράξη και το αποτέλεσμα του περιγράφω, αφήγηση, εξιστόρηση περιστατικού με λόγια: Περιγραφή της μάχης, του τοπίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιγραφῇ — περιγράφω draw a line round aor subj pass 3rd sg περιγραφή outline fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιγράφη — περιγράφω draw a line round aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιγράφῃ — περιγράφω draw a line round pres subj mp 2nd sg περιγράφω draw a line round pres ind mp 2nd sg περιγράφω draw a line round pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιγραφῆι — περιγραφῇ , περιγράφω draw a line round aor subj pass 3rd sg περιγραφῇ , περιγραφή outline fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιγράφηι — περιγράφῃ , περιγράφω draw a line round pres subj mp 2nd sg περιγράφῃ , περιγράφω draw a line round pres ind mp 2nd sg περιγράφῃ , περιγράφω draw a line round pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδοιπορικό — Περιγραφή οδοιπορίας. Ο όρος ο., με παράλειψη της λέξης βιβλίον, σήμαινε στους αρχαίους χρόνους και στον Μεσαίωνα, σύγγραμμα που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από ταξιδιώτες, για την καλύτερη πραγματοποίηση ενός ταξιδιού. Ήταν δηλαδή πρόδρομος των… … Dictionary of Greek
περιγραφαῖς — περιγραφή outline fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιγραφαί — περιγραφή outline fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)