-
1 περιγλωττίς
περιγλωττίςcovering of the tongue: fem nom sg -
2 περιγλωττίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιγλωττίς
-
3 περιγλωττίδα
περιγλωττίςcovering of the tongue: fem acc sg -
4 ὑμένινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑμένινος
См. также в других словарях:
περιγλωττίς — covering of the tongue fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιγλωττίς — ίδος, ἡ Α 1. είδος λεπτού περικαλύμματος που τοποθετούσαν οι λαίμαργοι γύρω από την γλώσσα έτσι ώστε να επιτείνεται η αίσθηση τής γεύσης 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «σκεπαστήριον τῆς γλώσσης». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + γλωττίς (< γλῶττα + επίθημα ίς … Dictionary of Greek
περιγλωττίδα — περιγλωττίς covering of the tongue fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεπαστήριος — ία, ον, ΜΑ 1. κατάλληλος για σκέπασμα, για προφύλαξη, για προστασία (α. «τὰ σκεπαστήρια ὅπλα», Διον. Αλ. β. «ταῑς... δοραῑς τῶν θηρίων σκεπαστηρίοις χρῆσθαι», Διόδ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκεπαστήριον α) επενδύτης, πανωφόρι β) ασπίδα για τα μάτια … Dictionary of Greek