-
1 περιγέγωνα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιγέγωνα
См. также в других словарях:
περιγέγωνα — Α (επικ. τ.) 1. φωνάζω, κραυγάζω ολόγυρα 2. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) περιγεγωνός το εύφωνο, το μελωδικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * γέγωνα*, παρακμ. με σημ. ενεστ. ή αορ. «κραυγάζω, φωνάζω»] … Dictionary of Greek