Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

περιβόησις

См. также в других словарях:

  • περιβόησις — ήσεως, η, Α [περιβοώ] 1. το να καθιστά κανείς κάτι κακής φήμης, να το κάνει διαβόητο, δυσφήμηση, διαβολή 2. μεγάλη κραυγή 3. ταραχή, θόρυβος …   Dictionary of Greek

  • περιβοήσεις — περιβόησις fem nom/voc pl (attic epic) περιβόησις fem nom/acc pl (attic) περιβοάω defame aor subj act 2nd sg (attic epic ionic) περιβοάω defame fut ind act 2nd sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβοήσεσι — περιβόησις fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβοησία — ἡ, Α η περιβόησις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιβόησις, κατά τα θηλ. σε ία] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»