-
1 περιβόησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιβόησις
-
2 περιβόησις
περι-βόησις, ἡ, das Ausschreien, Verschreien, übh. Lärm, Unruhe -
3 περιβοήσεις
περιβόησιςfem nom /voc pl (attic epic)περιβόησιςfem nom /acc pl (attic)περιβοάωdefame: aor subj act 2nd sg (attic epic ionic)περιβοάωdefame: fut ind act 2nd sg (attic ionic) -
4 περιβοήσεσι
περιβόησιςfem dat pl -
5 ππεριβοησία
ππεριβοησία, ἡ, = περιβόησις, Artemid. 2, 30.
См. также в других словарях:
περιβόησις — ήσεως, η, Α [περιβοώ] 1. το να καθιστά κανείς κάτι κακής φήμης, να το κάνει διαβόητο, δυσφήμηση, διαβολή 2. μεγάλη κραυγή 3. ταραχή, θόρυβος … Dictionary of Greek
περιβοήσεις — περιβόησις fem nom/voc pl (attic epic) περιβόησις fem nom/acc pl (attic) περιβοάω defame aor subj act 2nd sg (attic epic ionic) περιβοάω defame fut ind act 2nd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβοήσεσι — περιβόησις fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβοησία — ἡ, Α η περιβόησις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιβόησις, κατά τα θηλ. σε ία] … Dictionary of Greek