-
1 περιβλυζω
См. также в других словарях:
περιβλύζω — και περιβλύω Α 1. πηγάζω, αναβλύζω ολόγυρα («γῆ... νάμασι περιβλύζουσα» γη που πλημμυρίζει από νερά, Αριστοτ.) 2. συντελώ στο να αναβλύσει κάτι ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βλύζω / βλύω «κοχλάζω, πλημμυρίζω»] … Dictionary of Greek
περιβλύσαι — περιβλύζω boil aor inf act περιβλύσαῑ , περιβλύζω boil aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβλύζουσα — περιβλύζω boil pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίβλυσαν — περιβλύζω boil aor ind act 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβλύω — Α βλ. περιβλύζω … Dictionary of Greek