-
1 περιβιαζομαι
-
2 περιβιάζομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιβιάζομαι
-
3 περιβιάζεσθαι
περιβιάζομαιuse great force: pres inf mp
См. также в других словарях:
περιβιάζομαι — Α 1. καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια, μεταχειρίζομαι όλες μου τις δυνάμεις για να πράξω κάτι 2. χρησιμοποιώ μεγάλη δύναμη, μεταχειρίζομαι βία εναντίον ενός προσώπου ή πράγματος, παραβιάζω («περιβιάζεσθαι τὴν φύσιν», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * +… … Dictionary of Greek
περιβιάζεσθαι — περιβιάζομαι use great force pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)