Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

περιβάλλομαι

См. также в других словарях:

  • περιβάλλομαι — περιβάλλομαι, περιβλήθηκα, περι(βε)βλημένος βλ. πίν. 147 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • περιβάλλομαι — περιβάλλω throw round pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφιβάλλω — (Α ἀμφιβάλλω) 1. έχω αμφιβολία, δισταγμό, δεν είμαι βέβαιος για κάτι, αμφιταλαντεύομαι 2. αμφισβητώ, διστάζω να πιστέψω κάτι αρχ. (στον Όμ. συνήθ. σε τμήση) Ι. ενεργ. περιβάλλω, ρίχνω ή εναποθέτω κάτι γύρω από κάποιον ή κάτι 1. (για ρούχα) ντύνω… …   Dictionary of Greek

  • έγκειμαι — (AM ἔγκειμαι) υπάρχω, βρίσκομαι («εδώ έγκειται η δυσκολία τού ζητήματος») αρχ. 1. περιβάλλομαι («ἔγκειμαι μόχθοις») 2. παρεμβάλλομαι 3. καταδιώκω επίμονα, πιέζω («ἐνέκειτο τῷ Περικλεῑ») 4. (για συζήτηση) διαφωνώ 5. είμαι ή γίνομαι ενοχλητικός 6.… …   Dictionary of Greek

  • αμπέχω — ἀμπέχω και ἀμφέχω και ἀμπίσχω (Α) Ι. ενεργ. 1. περιβάλλω, περικλείω, σκεπάζω 2. προστατεύω «σμικρότητι ἤμπισχεν» (Πλάτ. Πρωτ.) 3. αγκαλιάζω 4. περιβάλλω κάποιον με ενδύματα, ντύνω μεσ. 1. περιβάλλομαι, ντύνομαι, φορώ 2. (το αρσενικό τής μετοχής… …   Dictionary of Greek

  • αμφιδύω — ἀμφιδύω (ΑΜ) [δύω] μσν. ενεργ. περιβάλλω κάποιον με ενδύματα, τόν ντύνω αρχ. μέσ. περιβάλλομαι με ενδύματα, ντύνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + αρχ. δύω «ντύνω, φορώ»] …   Dictionary of Greek

  • αμφιστέλλομαι — ἀμφιστέλλομαι (Α) περιβάλλομαι, ντύνομαι, στολίζομαι με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + στέλλω] …   Dictionary of Greek

  • αμφιτίθημι — ἀμφιτίθημι (Α) Ι. ενεργ. θέτω ολόγυρα, περιβάλλω ΙΙ μέσ. 1. περιβάλλομαι, ντύνομαι, φορώ 2. καλύπτω, σκεπάζω με κάτι ΙΙΙ παθ. τίθεμαι, τοποθετούμαι επάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + τίθημι] …   Dictionary of Greek

  • απαρνούμαι — κ. απαρνιέμαι (ΑΜ ἀπαρνοῦμαι, έομαι) αρνούμαι τελείως κάτι, αποκηρύσσω, απορρίπτω, εγκαταλείπω νεοελλ. φρ. «απαρνούμαι τα εγκόσμια» περιβάλλομαι το μοναχικό ή ιερατικό σχήμα αρχ. δεν αποδέχομαι, αρνούμαι …   Dictionary of Greek

  • βάλλω — (AM βάλλω) 1. ρίχνω, εκσφενδονίζω («ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω») 2. βάλλομαι δέχομαι βολές, εχθρικά πυρά 3. τοποθετώ, βάζω 4. φρ. «βάλλω φωνή(ν)» φωνάζω, κραυγάζω αρχ. μσν. «βάλλω είς voῡv», «...κατά νοῡν», «...εἰς λογισμόν» βάζω στον… …   Dictionary of Greek

  • δύω — και δύνω (Α δύω και δύνω) 1. (για ήλιο, αστέρια) βυθίζομαι στον ορίζοντα, βασιλεύω («ἠέλιος μὲν ἔδυ», Ιλ. Ι) 2. αφανίζομαι, παρακμάζω, ξεπέφτω («έδυσε το μεγαλείο τής Ρώμης») αρχ. 1. φθάνω, πηγαίνω μέσα σε κάτι 2. (για χώρα, τόπο) εισέρχομαι,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»