-
1 περιαυτολογεί
περιαυτολογέωspeak about oneself: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)περιαυτολογέωspeak about oneself: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) -
2 περιαυτολογεῖ
περιαυτολογέωspeak about oneself: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)περιαυτολογέωspeak about oneself: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
См. также в других словарях:
περιαυτολογεῖ — περιαυτολογέω speak about oneself pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) περιαυτολογέω speak about oneself pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παινεσιάρης — α, ικο αυτός που περιαυτολογεί, καυχησιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παινεσιά + κατάλ. άρης (πρβλ. κουρελι άρης)] … Dictionary of Greek
εγωτιστής — ο θηλ. ίστρια (λ. γαλλ.) 1. που τον διακρίνει ο εγωτισμός (βλ. λ.), που συστηματικά περιαυτολογεί και αυτοεγκωμιάζεται. 2. ο συγγραφέας μυθιστορημάτων, διηγημάτων κτλ., που έχουν θέματα παρμένα πάντοτε από την ατομική του ζωή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θριαμβολογία — η το να περιαυτολογεί κάποιος, περιαυτολογία, καυχησιολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιαυτολογώ — περιαυτολόγησα, μιλώ για τον εαυτό μου, αυτοεπαινούμαι, καυχιέμαι: Δεν πρέπει κανείς να περιαυτολογεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)