Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

περιαυτολογεῖ

См. также в других словарях:

  • περιαυτολογεῖ — περιαυτολογέω speak about oneself pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) περιαυτολογέω speak about oneself pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παινεσιάρης — α, ικο αυτός που περιαυτολογεί, καυχησιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παινεσιά + κατάλ. άρης (πρβλ. κουρελι άρης)] …   Dictionary of Greek

  • εγωτιστής — ο θηλ. ίστρια (λ. γαλλ.) 1. που τον διακρίνει ο εγωτισμός (βλ. λ.), που συστηματικά περιαυτολογεί και αυτοεγκωμιάζεται. 2. ο συγγραφέας μυθιστορημάτων, διηγημάτων κτλ., που έχουν θέματα παρμένα πάντοτε από την ατομική του ζωή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θριαμβολογία — η το να περιαυτολογεί κάποιος, περιαυτολογία, καυχησιολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιαυτολογώ — περιαυτολόγησα, μιλώ για τον εαυτό μου, αυτοεπαινούμαι, καυχιέμαι: Δεν πρέπει κανείς να περιαυτολογεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»