-
1 περιαυτολογείν
-
2 περιαυτολογεῖν
См. также в других словарях:
περιαυτολογεῖν — περιαυτολογέω speak about oneself pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 περιαυτολογείν
2 περιαυτολογεῖν
περιαυτολογεῖν — περιαυτολογέω speak about oneself pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)