Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

περιαρμόζω

См. также в других словарях:

  • περιαρμόζω — Α 1. προσαρμόζω κάτι ολόγυρα («τοῑς δὲ θυρεοῑς κύκλῳ, περιήρμοσε λεπίδα χαλκῆν», Πλούτ.) 2. είμαι στενά συνδεδεμένος από όλες τις πλευρές 3. μέσ. περιαρμόζομαι φορώ 4. παθ. (για πράγματα) είμαι προσαρτημένος πάνω σε κάτι («περὶ ὃ δὲ τοῡτο… …   Dictionary of Greek

  • περιαρμοζόμενον — περϊαρμοζόμενον , περιαρμόζω fasten pres part mp masc acc sg περϊαρμοζόμενον , περιαρμόζω fasten pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαρμόσαι — περϊαρμόσαι , περιαρμόζω fasten aor inf act περϊαρμόσαῑ , περιαρμόζω fasten aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαρμόσομεν — περϊαρμόσομεν , περιαρμόζω fasten aor subj act 1st pl (epic) περϊαρμόσομεν , περιαρμόζω fasten fut ind act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαρμόττει — περϊαρμόττει , περιαρμόζω fasten pres ind mp 2nd sg (attic doric aeolic) περϊαρμόττει , περιαρμόζω fasten pres ind act 3rd sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιηρμοσμέναι — περϊηρμοσμέναι , περιαρμόζω fasten perf part mp fem nom/voc pl (attic epic doric ionic aeolic) περϊηρμοσμένᾱͅ , περιαρμόζω fasten perf part mp fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιηρμοσμένον — περϊηρμοσμένον , περιαρμόζω fasten perf part mp masc acc sg (attic epic doric ionic aeolic) περϊηρμοσμένον , περιαρμόζω fasten perf part mp neut nom/voc/acc sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιάρμοζεν — περϊά̱ρμοζεν , περιαρμόζω fasten imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) περϊάρμοζεν , περιαρμόζω fasten imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρμόζω — (AM ἁρμόζω, Α και ττω) 1. συνδυάζω, συνενώνω 2. είμαι κατάλληλος για κάτι 3. (μτχ.) ο αρμόζων (Α και ἁρμόττων) ο κατάλληλος 4. απρόσ. αρμόζει ταιριάζει, πρέπει αρχ. 1. συνενώνω, συγκολλώ 2. δένω σφιχτά 3. εφαρμόζω το δίκαιο 4. βάζω σε τάξη,… …   Dictionary of Greek

  • περιαρμοσάμενος — περϊαρμοσάμενος , περιαρμόζω fasten aor part mid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαρμόζεσθαι — περϊαρμόζεσθαι , περιαρμόζω fasten pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»