Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

περιαλείφω

См. также в других словарях:

  • περιαλείφω — ΝΜΑ αλείφω γύρω γύρω, αλείφω κάτι σε όλα τα μέρη του, επαλείφω παντού («πάντα δὲ ἔξωθεν περιήλειψαν τὸν νεὼν ἀργύρῳ», Πλάτ.) αρχ. 1. ασβεστώνω, ασπρίζω 2. (για τους υμένες τού σώματος) περιβάλλω, περικαλύπτω («ὑμένες ὅσοι περιαλείφουσι τὸν… …   Dictionary of Greek

  • περιαλείψουσι — περϊαλείψουσι , περιαλείφω smear all over aor subj act 3rd pl (epic) περϊαλείψουσι , περιαλείφω smear all over fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) περϊαλείψουσι , περιαλείφω smear all over fut ind act 3rd pl (attic epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιάλειφε — περϊά̱λειφε , περιαλείφω smear all over imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) περϊάλειφε , περιαλείφω smear all over pres imperat act 2nd sg περϊάλειφε , περιαλείφω smear all over imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαλειφόμενον — περϊαλειφόμενον , περιαλείφω smear all over pres part mp masc acc sg περϊαλειφόμενον , περιαλείφω smear all over pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαλειφόντων — περϊαλειφόντων , περιαλείφω smear all over pres part act masc/neut gen pl περϊαλειφόντων , περιαλείφω smear all over pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαλείφοντα — περϊαλείφοντα , περιαλείφω smear all over pres part act neut nom/voc/acc pl περϊαλείφοντα , περιαλείφω smear all over pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαλείφουσι — περϊαλείφουσι , περιαλείφω smear all over pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) περϊαλείφουσι , περιαλείφω smear all over pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαλείφουσιν — περϊαλείφουσιν , περιαλείφω smear all over pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) περϊαλείφουσιν , περιαλείφω smear all over pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλείφω — αλείβω (Α ἀλείφω) 1. επιθέτω υγρή ή λιπαρή ουσία σε κάποια επιφάνεια, επαλείφω, επιχρίω 2. επαλείφω με οποιαδήποτε ύλη 3. κάνω επάλειψη σε ασθενή νεοελλ. 1. ρυπαίνω, λερώνω 2. δωροδοκώ, λαδώνω 3. παθ. ωφελούμαι υλικά, απολαμβάνω κέρδος 4. φρ. «θα …   Dictionary of Greek

  • αμφαλείφω — ἀμφαλείφω (Α) (μόνο σε τμήση) αλείφω ολόγυρα, παντού, περιαλείφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ἀλείφω] …   Dictionary of Greek

  • περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»