-
1 περδικοτροφείον
-
2 περδικοτροφεῖον
-
3 περδικοτροφεῖον
περδῑκο-τροφεῖον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περδικοτροφεῖον
-
4 περδικοτροφείων
περδικοτροφεῖονpartridge-coop: neut gen pl
См. также в других словарях:
περδικοτροφεῖον — partridge coop neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περδικοτροφείον — τὸ, Α [περδικοτρόφος] τόπος όπου εκτρέφονται πέρδικες … Dictionary of Greek
περδικοτροφείων — περδικοτροφεῖον partridge coop neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)