-
1 Περασμένα ξεχασμένα
• Что прошло, то быльем поросло• Что минуло, то сгинулоИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Περασμένα ξεχασμένα
-
2 περασμένος
-
3 μεγαλείο(ν)
τό1) величие, величавость, величественность;περασμένα μεγαλεία — былое величие, былая слава;
2) величественное творение;3) πλ. блеск, роскошь, великолепие;ζω στα μεγαλεία — жить в роскоши;
4) (в восклицат. предлож.) чудо;αγόρασα ένα άλογο μεγαλεί! — купил лошадь — чудо!;
κρασί μεγαλεί! — чудное вино!
-
4 μεγαλείο(ν)
τό1) величие, величавость, величественность;περασμένα μεγαλεία — былое величие, былая слава;
2) величественное творение;3) πλ. блеск, роскошь, великолепие;ζω στα μεγαλεία — жить в роскоши;
4) (в восклицат. предлож.) чудо;αγόρασα ένα άλογο μεγαλεί! — купил лошадь — чудо!;
κρασί μεγαλεί! — чудное вино!
-
5 ξεχασμένος
η, ο1) забытый; 2) забывчивый, рассеянный;§ περασμένα ξεχασμένα — что было то прошло, забудем прошлое
См. также в других словарях:
περνώ — άω, Ν 1. (για αιχμηρά αντικείμενα ή για ψυχικές διαθέσεις) διαπερνώ, διατρυπώ (α. «τόν πέρασε η σφαίρα πέρα πέρα» β. «κρυφή λαχτάρα επέρασε τα βάθη μιας ψυχής», Γρυπ.) 2. διαβιβάζω μέσα από μια οπή (α. «πέρασέ μου την κλωστή στη βελόνα» β. «περνώ … Dictionary of Greek
περασμένος — η, ο (παθ. μτχ. του περνώ) 1. αυτός που έχει περάσει, που έχει ξεπεράσει κάποιο όριο: Είναι περασμένα μεσάνυχτα. 2. αυτός που ανήκει στο παρελθόν: Να μου θυμάει τον πόλεμο, τα περασμένα νιάτα (Σολωμός). 3. προηγούμενος: Τον περασμένο χρόνο. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρελθοντολογία — η 1. λόγος για το παρελθόν, συζήτηση για τα γεγονότα τού παρελθόντος, η αναφορά στα περασμένα 2. συχνή και άσκοπη συζήτηση για τα περασμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρελθοντολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
Evridiki — Infobox musical artist Name = Evridiki Img capt = Evridiki performing Comme Ci, Comme Ça at the Eurovision Song Contest 2007 Img size = Landscape = Background = solo singer Birth name = Alias = Born = birth date and age|1968|2|25 Limassol, Cyprus … Wikipedia
άβακας — I Αρχιτεκτονικό στοιχείο, χαρακτηριστικό των αρχαίων ρυθμών: η πέτρινη ή μαρμάρινη, τετράγωνη, πολυγωνική ή κυκλική πλάκα, που είναι τοποθετημένη επάνω από το κιονόκρανο. Μικρού πάχους κατά την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, αποκτά μεγαλύτερο ύψος στη … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
ανέμη — Σύνεργο της λαϊκής κλωστικής. Σε μερικές περιοχές της Ελλάδας λέγεται και ανεμοδούρα. Αποτελείται από έναν ξύλινο στύλο στηριγμένο σε βάθρο και ξύλινα πλαίσια εξαρτημένα με σταυροειδή διάταξη γύρω από αυτόν. Τα πλαίσια αυτά σχηματίζουν ένα είδος… … Dictionary of Greek
ανατρέχω — (AM ἀνατρέχω) 1. τρέχω ή κατευθύνομαι προς τα πίσω 2. θυμάμαι τα περασμένα, αναπολώ νεοελλ. καταφεύγω σε βοήθημα ή λεξικό αρχ. 1. υποχωρώ, αποσύρομαι 2. ανιχνεύω, αναζητώ 3. αναπηδώ, ανασκιρτώ, ξεπετιέμαι 4. βλαστάνω, μεγαλώνω 5. εκτείνομαι,… … Dictionary of Greek
ανιστορώ — (AM ἀνιστορῶ) νεοελλ. μσν. διηγούμαι, αφηγούμαι («Έκατσε και του τ ανιστόρησε με το νυ και με το σίγμα» Γ. Βλαχογιάννης) 2. αναπολώ, ανακαλώ στη μνήμη μου («Απόψε τα ματάκια μου έκλαψαν τα καημένα γιατί ανιστορηθήκανε βάσανα περασμένα» δημοτ.)… … Dictionary of Greek
αρμάθα — και αρμαθιά, η [αρμάθι] σύνολο από ομοειδή ή όμοια πράγματα περασμένα στη σειρά από σπάγγο ή σύρμα («μια αρμάθα κλειδιά» «μια αρμαθιά σύκα») … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek