-
1 περιδράσσομαι
A grasp, τινος Ph.2.136, Hierocl. p.37 A., Plu.Cam.26, Lys. 17 : c. acc., -δεδράχθαι θαυμάσιον ἀγαθόν Phld.Mort.18
;ἡ φύσις τοῦ παντὸς π. τὰ ἐν αὐτῇ Iamb.
ap. Simp. in Cat. 375.9: abs., Ph.2.353 ; ὥσπερ ε?περιδράσσομαιXνιοι -δράττονται arrogantly claim, Phld.Rh.1.214 S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιδράσσομαι
-
2 ἀντικαταλλάσσομαι
1 give one thing for another,τὴν ἰδίαν ψυχὴν ἀντὶ τῆς κοινῆς σωτηρίας Lycurg.88
;τὸ ζῆν ὑπὲρ ἄλλου οὐδενός Isoc.5.135
.3 set off or balance one thing against another,εὐεργεσίας κρίσεως Din.1.14
; ἀ. τι πρὸς τὴν περὶ τὰ θεῖα φιλοσοφίαν afford some compensation for.., Arist.PA 645a3; ἀ. ἀδικοῦντα, εἰ βλαβερόν, ἀλλὰ καλόν submit in justification a balance in case of injury.., Id.Rh. 1416a11.II [voice] Pass., ἀντικαταλλαγῆναι (sc. τῆ τύχῃ) to be reconciled, Plb.15.20.5: abs., come to an agreement,περὶ οὗ ἀντικατηλλάγη PFlor.47.13
.III [voice] Act., come to an agreement, ὁμολογῶμεν ἀντικατηλλαχέναι πρὸς ἀλλήγους ib.3(iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντικαταλλάσσομαι
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий