-
1 περί-σαξις
περί-σαξις, ἡ, das Anhäufen und Zusammendrücken um einen andern Körper, Theophr.
-
2 περίσαξις
περί-σαξις, ἡ, das Anhäufen und Zusammendrücken um einen anderen Körper
См. также в других словарях:
σάττω — ΝΑ, και ιων. τ. σάσσω Α νεοελλ. σελώνω, σαμαρώνω μσν. καταβυθίζω αρχ. 1. γεμίζω εντελώς, γεμίζω μέχρι επάνω («πᾱς δ ἀνὴρ ἔσαττε τεῡχος ἡ κόϊκ ἢ κωρύκους», Φερεκρ.) 2. παραφουσκώνω, παραγεμίζω 3. τακτοποιώ κάτι εναποθέτοντάς το σε αλλεπάλληλα… … Dictionary of Greek