-
1 περί-πυστος
περί-πυστος, ringsum kund, bekannt, weit berühmt, Col. 75 u. a. sp. D.
-
2 περίπυστος
περί-πυστος, ringsum kund, bekannt, weit berühmt -
3 περιπυστος
-
4 πυνθανομαι
(= πεύθομαι См. πευθομαι)(fut. πεύσομαι - дор. πευσοῦμαι, aor. 2 ἐπυθόμην - эп. πυθόμην и πεπυθόμην, pf. πέπυσμαι, ppf. ἐπεπύσμην - эп. πεπύσμην; adj. verb. πυστός и πευστέος)
1) расспрашивать, выведывать, осведомляться, (раз)узнавать(πᾶσαν ἀλήθειαν περί τινος Soph.; τι ἀπό τινος Soph. и παρά τινος Plat., Arst. etc.)
2) получить сведения, (у)знать, услышать(ὡς ἐγὼ πυνθάνομαι Her., Thuc., Dem.)
τοιαῦτα, ὧν πεύσει τάχα Soph. — то, о чем ты сейчас узнаешь;πυνθανόμενος ὑμᾶς εὖ πράττειν Xen. — узнав, что у вас все обстоит благополучно;οὐ γάρ τί πω πάντα σαφῶς πεπύσμεθα Plat. — мы-то ведь не обо всем точно осведомлены;ὄφρα πύθηαι (conjct.) πατρός Hom. — чтобы ты получил сведения об отце;ὡς ἐπύθοντο τῆς Πύλου κατειλημμένης Thuc. — когда (пелопоннесцы), узнали, что Пилос взят;οὐ γὰρ ἂν πύθοιό μου Soph. — (ничего) ты от меня не узнаешь
См. также в других словарях:
περίπυστος — ον, ΜΑ αυτός που είναι παντού γνωστός, περιώνυμος, ξακουστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πυστός (< πυνθάνομαι «πληροφορούμαι»)] … Dictionary of Greek