Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

περί-κομμα

  • 1 περί-κομμα

    περί-κομμα, τό, das ringsumher Abgehauene, Kleingehauene, bes. ein Gericht von kleingehacktem Fleisch, χορδαρίου, Ath. III, 95 a u. 96 a aus Alex., vgl. Metagen. ib. VI, 269 f, neben ἀλλᾶντες, komisch übertr., περικόμματα ἐκ σοῦ κατασκευάσω, Ar. Equ. 372, ich haue dich in Kochstücke. – Aber Plut. amat. 19 g. E. braucht es = περικοπή.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > περί-κομμα

  • 2 περίκομμα

    A that which is cut off all round, trimmings, mincemeat, Metag.6.7(pl.), Alex.175, etc.;

    περικόμματα ἐκ σοῦ σκευάσω Ar.Eq. 372

    , cf. Men.Sam.78.
    II = περικοπή II,

    π. τοῦ καλοῦ Plu. 2.765c

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίκομμα

  • 3 περίκομμα

    περί-κομμα, τό, das ringsumher Abgehauene, Kleingehauene, bes. ein Gericht von kleingehacktem Fleisch; komisch übertr., περικόμματα ἐκ σοῦ κατασκευάσω, ich haue dich in Kochstücke

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > περίκομμα

  • 4 περικομμα

        - ατος τό
        1) обрезок, кусок
        2) очерк, контур
        

    (π. καὴ εἴδωλον Plut.)

    Древнегреческо-русский словарь > περικομμα

  • 5 κόπτω

    Grammatical information: v.
    Meaning: `strike, smite, hew, hammer, disable, tire out'
    Other forms: Aor. κόψαι (Il.), pass. κοπῆναι (Att.), perf. κέκοφα (Att.), ep. ptc. κεκοπώς (Ν 60 with v. l. - φώς and - πών; Aeol.? Schwyzer 772; after Chantraine Gramm. hom. 1, 397 rather themat. aor.), midd. κέκομμαι (A.), fut. κόψω (Alc., Hippon.),
    Compounds: very often with prefix in several meaning variants, e. g. ἀπο-, ἐκ-, προ-, περι-, συν-.
    Derivatives: (Classif. not always clear): 1. κόπος prop. *`stroke' (so in E. Tr. 794 for trad. κτύπος?; cf. also A. Ch. 23), `pain, trouble, labour' (IA.); with κοπώδης `tiring' (Hp., Arist., hell.), κοπηρός `id.' (Hdn.); κοπόομαι, - όω `get tired, tire' (J., Plu. usw.) with κόπωσις (LXX), κοπάζω `get tired, leave off' (Ion. hell.) with κόπασμα (Tz.), κοπιάω ( ἐγ-, συγ-, προ-) `get tired' (IA.) with κοπιαρός `tiring' (Arist., Thphr.), κοπιάτης `land-labourer, digger' (Cod. Theod., Just.), κοπιώδης = κοπώδης (Hp., Arist.), κοπίαι ἡσυχίαι H. - 2. ( ἀπο-, ἐκ-, παρα-, προ- etc.) κοπή `hewing etc.' (IA.) with κόπαιον (Alciphr.), κοπάδιον (Gloss.) `piece', κοπάριον `sort of probe' (medic.), ( ἐγ-, ἐκ-)κοπεύς `oilstamper, chisel ' (hell.; Boßhardt Die Nom. auf - ευς 73). - 3. κόμμα ( διά-, ἀπό-, περί-) `cut in, stamp, part' (IA.) with κομμάτιον `small part' (Eup.), κομματίας `who speaks in short sentences' (Philostr.), - ατικός `consisting of short sentences' (Luc.); 4. κομμός `beat the breast, dirge' (A., Arist.). - 5. κόπις, - ιδος m. `prater' (Heraklit. 81 [?], E. Hec. 132 [lyr.], Lyc.), cf. ὠτοκοπεῖ κεφαλαλγει, ἐνοχλεῖ λαλῶν H., κόπτειν την ἀκρόασιν, δημο-κόπος = δημηγόρος (H.) etc. (Persson Beitr. 1, 162f.; s. also Fraenkel Nom. ag. 2, 48, v. Wilamowitz Herm. 62, 277f.; diff. on κόπις Pisani Acme 1, 324); here (or to κόπος?) κοπίζειν ψεύδεσθαι H.; 6. κοπίς, - ίδος f. `slaughtering knife, curved sabre' (Att.), also name of the meal on the first dayof the Hyacinthies in Sparta (Com.; cf. Nilsson Gr. Rel. 1, 531) with κοπίζω `celebrate the K.' (Ath.); 7. κοπάς, - άδος f. `pruned, lopped' (Thphr.), `bush' (hell. pap.), ἐπι-κοπ-άς `land cleared of wood' (pap.). - 8. κοπετός = κομμός (Eup., LXX, Act. Ap.; from κόπος?; cf. Schwyzer 501 and Chantraine Formation 300). - 9. πρό-, ἀπό-, πρόσ-κοψις etc. from προ-κόπτειν etc. (Sapph., Hp., Arist.). - 10. κόπανον `slaughtering knife, axe' (A. Ch. 890), `pestle' (Eust.), from where κοπανίζω `pound' (LXX, Alex. Trall.) with κοπανισμός, κοπανιστήριον H.; ἐπικόπανον `chopping block' (hell.). - 11. κοπτός `pounded' (Cratin., Antiph.; cf. Ammann Μνήμης χάριν 1, 18); κοπτή ( σησαμίς) `cake from pounded sesame' (hell. ep.), `Meerzwiebel, θαλάσσιον πράσον' (Ath.; which Fur. 318 A 5 considers as Pre-Greek), `pastille' (Dsc.); 12. ἐπι-, περι-κόπτης `satirist' resp. `stonecutter' (Timo resp. pap.), Προκόπτας = Προκρούστης (B. 18, 28); 13. ( ἀπο-, παρα-, προσ- usw.) κοπτικός (medic.) - 14. κόπτρα pl. `wages of a hewer' (Pap.); 15. κοπτήριον `threshing place' (hell. pap.). - 16. Two plant-names: κοπίσκος = λίβανος σμιλιωτός (Dsc. 1, 68, 1), κόπηθρον φυτὸν λαχανῶδες ἄγριον H. - Further verbal nouns like ἀπό-, ἐπί-, παρά-, ὑπέρ-κοπος etc. and compounds like δημο-κόπος (cf. 5. above); s. Sturtevant ClassPhil. 3, 435ff.; on - κόπος, - κοπῶ in NGr. Hatzidakis Glotta 2, 292f.
    Origin: IE [Indo-European] ?? [cf. 930] * kop- `strike, smite, hew'
    Etymology: The present κόπτω can agree with Lith. kapiù (inf. kàpti) `hew, fell'; nasal present kampù (pret. kapaũ, inf. kàpti) `be cut down, get tired' (cf. κόπος `labour') and uncharacterized Alb. kep `hew', IE. * kopō (not * kapō); (acc. to Mann Lang. 26, 386 from *kopi̯ō, identical with κόπτω?). Further the secondary formation Lith. kapóju, -óti `hew, split, cut down' = Latv. kapãju, -ât `id.', also in Slav., e. g. Russ. kopájo, -átь `hew, dig'. The relation of these forms to the many words with initial sk-, e. g. σκάπτω, σκέπαρνος (s. vv.), is an unsolved question; cf. Pok. 930ff., and W.-Hofmann s. cāpō. - If to σκάπτω etc. the word might be Pre-Greek.
    Page in Frisk: 1,915-916

    Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόπτω

  • 6 идти

    иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучи
    ρ.δ.
    1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•

    идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•

    идти медленно βαδίζω αργά.

    || έρχομαι•

    я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.

    || τρέχω•

    иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.

    || κινούμαι, κατευθύνομαι•

    в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.

    2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•

    иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.

    3. επιτίθεμαι•

    на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.

    || εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•

    он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.

    4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•

    всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.

    || (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•

    картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•

    древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•

    растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.

    5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.
    6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•

    дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•

    из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•

    у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.

    7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•

    тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.

    8. πλησιάζω•

    весна идёт η άνοιξη έρχεται•

    сон идёт ο ύπνος έρχεται.

    9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•

    идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•

    идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.

    || αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.
    10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•

    костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.

    11. χορηγούμαι, δίνομαι•

    ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.

    || διαδίδομαι•

    слух (ή молва) идёт φημολογείται•

    сплетни идут κουτσομπολεύεται.

    || εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.
    12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•

    часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•

    мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.

    13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•

    дождь идёт βρέχει•

    снег идёт χιονίζει.

    14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•

    годы шли τα χρόνια περνούσαν•

    вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•

    как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•

    идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•

    идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.

    15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•

    идут экзамены γίνονται εξετάσεις•

    идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•

    бой идёт γίνεται μάχη•

    идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.

    || (για θέαμα) παίζομαι•

    идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.

    16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•

    идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.

    || ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.

    17. ταιριάζω, αρμόζω•

    ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.

    18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•

    сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.

    || μπήγομαι•

    гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•

    нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.

    19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•

    иди за мени παντρέψου εμένα•

    она идёт замуж αυτή παντρεύεται.

    20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•

    идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.

    || (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•

    карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.

    21. εισάγομαι•

    чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.

    22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•

    ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.

    23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•

    дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•

    переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.

    24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•

    дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.

    || διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•

    идти в продажу πουλιέμαι•

    идти в обработку επεξεργάζομαι•

    идти в сравнение συγκρίνομαι•

    идти в починку διορθώνομαι•

    идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•

    идти в пляс αρχίζω να χορεύω.

    26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•

    температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•

    дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•

    идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.

    27. επιβεβαιωτική λέξη•

    идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•

    едем? – идёт πάμε; – ναι•

    ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;

    28. έχω σαν περιεχόμενο•

    у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•

    дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•

    о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,

    εκφρ.
    идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•
    из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•
    как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές;

    Большой русско-греческий словарь > идти

  • 7 принять

    приму, примешь, παρλθ. χρ. принял
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. принятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• παίρνω, λαβαίνω•

    принять письмо, посылок, подарок παίρνω γράμμα, δέμα, δώρο•

    принять титул, звание, сана παίρνω τον τίτλο, το βαθμό, το αξίωμα.

    || πιάνω, συλλαμβάνω•

    бросай мешочек, а я внизу приму ρίξε τη σακκουλίτσα κι εγώ αποκάτω θα την πιάσω.

    2. παραλαβαίνω, περι-λαβαίνα)•

    принять товар παραλαβαίνω εμπόρευμα.

    || αναλαβαίνω• περιλαβαίνω•

    принять дивизию αναλαβαίνω τη μεραρχία (τη διοίκηση)•

    принять крепость περιλαβαίνω το φρούριο.

    || δέχομαι, συμφωνώ να πάρω, αποδέχομαι•

    принять пост директора αποδέχομαι το πόστο του διευθυντή•

    принять назначение αποδέχομαι το διορισμό•

    принять предложение δέχομαι την πρόταση.

    3. προσλαμβάνω•

    принять на работу παίρνω στη δουλειά.• принять в партию παίρνω στο κόμμα.

    4. υποδέχομαι, δεξιώνομαι•

    директор принял посетителя ο διευθυντής δέχτηκε τον επισκέπτη•

    принять делегацию δέχομαι την αντιπροσωπεία•

    принять посла δέχομαι τον πρεσβευτή.

    || περιλαβαίνω•

    врач -ял семь больных ο γιατρός περίλαβε (για εξέταση) εφτά ασθενείς.

    5. ακούω• βλέπω• φτάνει ως ταυτιά μου, τα μάτια μου•

    принять радио ακούω ράδιο•

    выстрел ακούω πυροβολισμό.

    6. με μερικά ουσ. σχηματίζονται ρ. με σημ. από το ουσ. принять решение παίρνω απόφαση (αποφασίζω)•

    принять смерть πεθαίνω•

    принять участие παίρνω μέρος(συμμετέχω).

    7. (για θρησκεία)• ασπάζομαι•

    принять христианскую веру ασπάζομαι το χριστιανισμό.

    8. αποκτώ•

    лицо его -ло другой вид το πρόσωπο του πήρε άλλη όψη.

    9. καταπίνω•

    принять таблетки παίρνω χαπάκια•

    принять лекарство παίρνω φάρμακο.

    10. κάνω•

    принять ванну παίρνω το λουτρό•

    принять душ κάνω ντους•

    принять грязевую ванну κάνω λασπόλουτρο.

    11. εκλαμβάνω, θεωρώ•

    принять в шутку его слова παίρνω για αστείο τα λόγια του•

    принять за чистую монету παίρνω για γνήσιο νόμισμα•

    принять всерьз παίρνω στα σοβαρά.

    12. αναμεριζω, κάνω στην άκρη, κόβω λίγο (αριστερά, δεξιά κ.τ.τ.).
    13. απάγω, αποκομίζω, παίρνω και φεύγω•

    прими отсюда сунтук πάρε απ εδώ το σεντούκι.

    14. αποδέχομαι, συγκατατιθεμαι•

    принять просьбу об отставке αποδέχομαι την αίτηση παραίτησης•

    прими мой совет δέξου τη συμβουλή μου.

    εκφρ.
    принять бой ή сражение – δεν αποφεύγω (δέχομαι) τη μάχη, τη σύγκρουση•
    принять в штыки – α) υποδέχομαι με τις λόγχες, β) μτφ. υποδέχομαι εχθρικά•
    принять во внимание – παίρνω (λαβαίνω) υπ όψη•
    принять к свой счёт – παίρνω επ ονόματι μου, υπεύθυνα•
    принять присягу – ορκίζομαι•
    принять чью-л. сторону – παίρνω το μέρος κάποιου (υποστηρίζω)•
    принять меры – παίρνω μέτρα•
    принять за правило – παίρνω για κανόνα•
    так принято – έτσι συνηθίζεται ή είναι καθιερωμένο.
    1. καταπιάνομαι, επιδίδομαι•

    принять за работу καταπιάνομαι με τη δουλειά.

    || αρχίζω•

    принять читать αρχίζω το διάβασμα.

    2. ριζώνω, πιάνω, φυτρώνω•

    вновь посаженные деревья -лись τα ξαναφυτευμένα δέντρα έπιασαν.

    || (για εμβολιασμό) πιάνω•

    прививка -лась το εμβόλιο (βατσινα) έπιασε.

    Большой русско-греческий словарь > принять

  • 8 Impression

    subs.
    Stamp, mark: P. and V. χαρακτήρ, ὁ, τύπος, ὁ, V. χραγμα, τό.
    Impression on a seal: Ar. and P. σημεῖον, τό; see Seal.
    Impression on a coin: Ar. κόμμα, τό.
    At that age the impression one wishes to stamp on each is most easily taken and assimilated: P. μάλιστα δὴ τότε πλάσσεται καὶ ἐνδύεται τύπος ὃν ἄν τή βούληται ἐνσημαίνεσθαι ἑκάστῳ (Plat., Rep. 377B).
    Take an impression of: P. ἀπομάσσειν (acc.).
    Impression of a foot: V. περιγραφή, ἡ, πογραφή, ἡ, ἔκμακτρον, τό, στβος, ὁ (also Xen.), P. and V. ἴχνος, τό.
    met., idea, mental picture: P. εἴδωλον, τό, P. and V. εἰκών, ἡ.
    Give a false impression of, v.: P. κακῶς εἰκάζειν περί(gen.) (Plat., Rep. 377E).
    Make an impression on: P. and V. ἅπτεσθαι (gen.), V. ἀνθάπτεσθαι (gen.); see v. impress, Astonishment, subs.: P. and V. θαῦμα, τό, ἔκπληξις, ἡ.
    Opinion, belief: P. and V. δόξα, ἡ, δόκησις, ἡ; see Opinion.
    Remembrance: P. and V. μνήμη, ἡ.
    Have an impression ( foreboding), v.: P. and V. μαντεύεσθαι.
    Be under the impression: P. and V. δοξάζειν; see Believe.
    Give one the impression of being: P. and V. δοκεῖν εἶναι.
    Giving the impression they meant to attack at once: P. δόκησιν παρέχοντες αὐτίκα ἐμβαλεῖν (Thuc. 2, 84).
    Make an impression, have effect, v.: P. and V. πλέον πράσσειν; see Effect.
    Making no impression, adj.: P. ἄπρακτος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Impression

См. также в других словарях:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 …   Dictionary of Greek

  • Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… …   Dictionary of Greek

  • Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»