-
1 περιφωρος
-
2 περίφωρος
περίφωροςdetected: masc /fem nom sg -
3 περίφωρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίφωρος
-
4 περίφωρος
περί-φωρος, ganz entdeckt, offenbart -
5 περίφωρον
περίφωροςdetected: masc /fem acc sgπερίφωροςdetected: neut nom /voc /acc sg -
6 ευπεριφωρος
См. также в других словарях:
περίφωρος — detected masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίφωρος — ον, Α αυτός που συνελήφθη, που πιάστηκε επ αυτοφώρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φωρος (< φώρ, ός «κλέφτης»), πρβλ. αυτό φωρος, κατά φωρος] … Dictionary of Greek
περίφωρον — περίφωρος detected masc/fem acc sg περίφωρος detected neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτόφωρος — η, ο (Α αὐτόφωρος, ον) (για αδίκημα) που διαπιστώθηκε την ώρα που το εκτελούσε ο δράστης νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το αυτόφωρο το δικαστήριο που δικάζει αυτόφωρα αδικήματα 2. φρ. «επ αυτοφώρω» κατά την εκτέλεση του αδικήματος αρχ. 1. αυτός που… … Dictionary of Greek