Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

περίστρωμα

См. также в других словарях:

  • περίστρωμα — covering of a bed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίστρωμα — τὸ, ΜΑ [περιστρώννυμι] μσν. υπόστρωμα αρχ. 1. κάλυμμα κρεβατιού, κλινοσκέπασμα 2. χαλί ή παραπέτασμα αίθουσας …   Dictionary of Greek

  • περιστρώμασι — περίστρωμα covering of a bed neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστρώματα — περίστρωμα covering of a bed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστρώματος — περίστρωμα covering of a bed neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίστρωμον — τὸ και περίστρωμος, ὁ, Α το περίστρωμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού περίστρωμα με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • περίκλ(ε)ιτρον — τὸ, Α κάλυμμα κλίνης, περίστρωμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + θ. κλι τού κλίνω + επίθημα τρον. Ο τ. περί κλειτρον έχει σχηματιστεί από την απαθή βαθμίδα τής ρίζας τού κλίνω* (πρβλ. κλ[ε]ιτύς)] …   Dictionary of Greek

  • ρήγος — και ρέγος, ρήγεος, τὸ, Α 1. κάλυμμα κλίνης ή καθίσματος, ιδίως από μαλλί («ἔβαλλε θρόνοις ἔνι ῥήγεα καλὰ πορφύρεα καθύπερθ », Ομ. Οδ.) 2. (πιθ) ένδυμα, ρούχο 3. (κατά τού Ησύχ.) «ῥῆγος ράκος, περίστρωμα, σπάραγμα, προσκεφάλαιον». [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • τολάριον — τὸ, Α πιθ. κλινοσκέπασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. torale «περίστρωμα»] …   Dictionary of Greek

  • τοράλλιον — τὸ, Α κάλυμμα, κλινοσκέπασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. torale «περίστρωμα»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»