-
1 περίστρωμα
περίστρωμαcovering of a bed: neut nom /voc /acc sg -
2 περίστρωμα
A covering of a bed, PCair.Zen.60.9 (iii B. C.), D.S.13.84, Lyconap.D.L.5.73 ; counterpane, opp. στρώματα, Ath.2.48c (pl.).2 in pl., carpets and hangings of rooms, Philist.28, Callix.2, Simyl.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίστρωμα
-
3 περιστρώμασι
περίστρωμαcovering of a bed: neut dat pl -
4 περιστρώματα
περίστρωμαcovering of a bed: neut nom /voc /acc pl -
5 περιστρώματος
περίστρωμαcovering of a bed: neut gen sg -
6 peristrōmata
peristrōmata um, abl. matīs, n, περίστρωμα, coverings, carpets: conchyliata. -
7 καββάλλω
καββάλλω, [dialect] Aeol. for καταβάλλω, Alc.343; [full] κάββαλε, [dialect] Ep.for κατέβαλε, [tense] aor.2 of καταβάλλω:—also [full] κάβαλεν· κατέβαλεν, Hsch. [full] καββάς,A v. καταβαίνω. [full] καββασία, v. καταβασία. [full] καββιόρνους· κατεσθίων, Id. [full] κάββλημα· περίστρωμα ([dialect] Lacon.), Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καββάλλω
См. также в других словарях:
περίστρωμα — covering of a bed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίστρωμα — τὸ, ΜΑ [περιστρώννυμι] μσν. υπόστρωμα αρχ. 1. κάλυμμα κρεβατιού, κλινοσκέπασμα 2. χαλί ή παραπέτασμα αίθουσας … Dictionary of Greek
περιστρώμασι — περίστρωμα covering of a bed neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστρώματα — περίστρωμα covering of a bed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστρώματος — περίστρωμα covering of a bed neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίστρωμον — τὸ και περίστρωμος, ὁ, Α το περίστρωμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού περίστρωμα με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
περίκλ(ε)ιτρον — τὸ, Α κάλυμμα κλίνης, περίστρωμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + θ. κλι τού κλίνω + επίθημα τρον. Ο τ. περί κλειτρον έχει σχηματιστεί από την απαθή βαθμίδα τής ρίζας τού κλίνω* (πρβλ. κλ[ε]ιτύς)] … Dictionary of Greek
ρήγος — και ρέγος, ρήγεος, τὸ, Α 1. κάλυμμα κλίνης ή καθίσματος, ιδίως από μαλλί («ἔβαλλε θρόνοις ἔνι ῥήγεα καλὰ πορφύρεα καθύπερθ », Ομ. Οδ.) 2. (πιθ) ένδυμα, ρούχο 3. (κατά τού Ησύχ.) «ῥῆγος ράκος, περίστρωμα, σπάραγμα, προσκεφάλαιον». [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
τολάριον — τὸ, Α πιθ. κλινοσκέπασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. torale «περίστρωμα»] … Dictionary of Greek
τοράλλιον — τὸ, Α κάλυμμα, κλινοσκέπασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. torale «περίστρωμα»] … Dictionary of Greek