Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

περίπολος

  • 1 патруль

    патруль м о περίπολος
    * * *
    м
    ο περίπολος

    Русско-греческий словарь > патруль

  • 2 дозор

    дозор
    м ἡ περίπολος, ἡ περιπολία:
    ночной \дозор ἡ νυκτερινή περίπολος· обходить \дозором περιπολώ· в \дозоре σέ περιπολία.

    Русско-новогреческий словарь > дозор

  • 3 дозорный

    дозор||ный
    1. прил τής περιπόλου, πε-ριπολικός:
    \дозорныйное судно τό περιπολικό σκάφος, ἡ περίπολος·
    2. м ὁ περίπολος.

    Русско-новогреческий словарь > дозорный

  • 4 патруль

    патруль
    м воен. ἡ περίπολος, ἡ περιπολία.

    Русско-новогреческий словарь > патруль

  • 5 разъезд

    разъезд
    м
    1. (отъезд) ἡ ἀναχώρηση[-ις]·
    2. чаще мн. (поездки) οἱ κοῦρ-σες, οἱ δρόμοι, τά τρεχάματα (по городу)/ τά ταξίδια (путешествия):
    он всегда в \разъездах λείπει συνεχώς σέ ταξίδια·
    3. воен. ἡ ἔφιππη περιπολία, ἡ περίπολος·
    4. ж.-д. ἡ γραμμή διασταύρωσης (путь)/ ὁ σταθμός διασταύρωσης (пункт).

    Русско-новогреческий словарь > разъезд

  • 6 дозор

    [νταζόρ] та. α. περίπολος

    Русско-греческий новый словарь > дозор

  • 7 дозор

    [νταζόρ] та. α περίπολος

    Русско-эллинский словарь > дозор

  • 8 забрать

    -беру, -берешь, παρλθ. χρ. забрал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забранный, βρ: -ран, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω, πιάνω, λαβαίνω με τα χέρια. || παλ. παίρνω δανεικά, δανείζομαι (κυρίως για χρήματα).
    2. παίρνω•

    взять с собой παίρνω μαζί μου.

    3. αφαιρώ, αρπάζω•

    за долг -ал его поле για το χρέος του πήρε το χωράφι-του.

    || συλλαμβάνω•

    его -ал патруль τονι πήρε (έπιασε) η περίπολος.

    4. μτφ. κυριεύω, κατέχω, καταλαβαίνω•

    его -ла охота τον κυρίευσε η επιθυμία•

    его -ал страх τον κυρίευσε ο φόβος•

    ее -ла мысль την κυρίευσε η σκέψη.

    5. (ραπτ.) μαζεύω, κοντεύω, παίρνω•

    забрать шов μαζεύω λίγο τη ραφή•

    забрать рукар κοντεύω λίγο το μανίκι.

    6. αποκλίνω, κόβω•

    -вправо κόβω δεξιά.

    7. αγκιστρώνομαι, σκαλώνω•

    якорь -ал η άγκυρα έπιασε.

    εκφρ.
    забрать силу – παίρνω (αντλώ) δύναμη• αποκτώ επίδραση• забрать(себе) в голову μου κολλά (τυπώνεται) στο μυαλό η ιδέα.
    (γραμμ. στοιχ. βλ. забрать1) ρ.σ.μ. κλείνω, φράζω.

    Большой русско-греческий словарь > забрать

  • 9 обходный

    κ. обходной επ.
    1. (στρατ.) της υπερφαλάγγισης•

    -ая колонна φάλαγγα υπερφαλάγγισης•

    -бе движение κίνηση υπερφαλάγγισης•

    обходный манвр ελιγμός υπερφαλάγγισης.

    2. (κυρλξ. κ. μτφ.) παρακαμπτήριος, λοξός, πλάγιος, έμμεσος.
    εκφρ.
    - ая стража – περίπολος•
    обходный лист – αποδεικτικό μη οφειλής.

    Большой русско-греческий словарь > обходный

  • 10 объезд

    α. (με μεταφ. μέσο).
    1. περιφορά, γύρος.
    2. παράκαμψη.
    3. περιοδεία επίσκεψη.
    4. ξεπέρασμα. || στροφή.
    5. παλ. έφιππη περίπολος.

    Большой русско-греческий словарь > объезд

  • 11 патруль

    α.
    περίπολος. || μέλος περιπόλου.

    Большой русско-греческий словарь > патруль

  • 12 разъезд

    α.
    1. (για πολλούς)• αναχώρηση (προς διάφορες κατευθύνσεις).
    2. περιοδεία• συχνή μετακίνηση. || πλθ. -ы ταξίδια, περιηγήσεις.
    3. (στρατ.) έφιππη περίπολος ή ανιχνευτικό τμήμα.
    4. σημείο διακλάδωσης σιδηροδρομικής γραμμής.

    Большой русско-греческий словарь > разъезд

См. также в других словарях:

  • περίπολος — περίπολος, η και περίπολο, το 1. ολιγομελής ομάδα στρατιωτών που περιφέρεται για την τήρηση της τάξης ή για ανίχνευση σε καιρό πολέμου, φρουρά: Στην ησυχία της νύχτας ακούγεται μόνο το ρυθμικό βάδισμα της περιπόλου. 2. πολεμικό πλοίο που ελέγχει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περίπολος — going the rounds masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίπολος — η, ο / περίπολος, ον ΝΑ [περιπέλομαι]·Α. αυτός που περιφέρεται και φρουρεί έναν τόπο 2. το αρσ. ως ουσ. ο περίπολος φρουρός με αποστολή την φρούρηση ή και την κατασκόπευση ενός τόπου («περιπόλους ἔταξε καὶ ἐπισκόπους τῶν ἀγρῶν», Πλούτ.) 3. το θηλ …   Dictionary of Greek

  • περίπολον — περίπολος going the rounds masc/fem acc sg περίπολος going the rounds neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ПЕРЕПОЛ —    • Περίπολος,          см. Έφηβος, Эфеб, и Exercitus, Войско, 4 …   Реальный словарь классических древностей

  • περιπόλοις — περίπολος going the rounds masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπόλου — περίπολος going the rounds masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπόλους — περίπολος going the rounds masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπόλων — περίπολος going the rounds masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίπολε — περίπολος going the rounds masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίπολοι — περίπολος going the rounds masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»