-
1 περίπλειος
A v. περίπλεως.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίπλειος
-
2 περίπλεως
περίπλεως, [full] ων, pl. περίπλεω, neut. - πλεα: also [full] περίπλεος, ον, Arist.Phgn. 810a32, A. R. 1.858; poet. [full] περίπλειος Arat. 1118:— c. gen.,A quite full of a thing, Th.4.13, Arist.HA 585a24, etc.;μυκηθμοῖο π. βόες Arat.
l.c.; ψυχὴ π. σώματος soul burdened with body, Plu.Rom.28 : c. dat., filled with a thing, A.R. l.c., Dsc.3.4, AP6.28 (Jul. Aegypt.).II abs., supernumerary, spare,ἔχειν ξύλα περίπλεα καὶ ἅρμασι καὶ ἁμάξαις X.Cyr.6.2.33
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίπλεως
См. также в других словарях:
περίπλειος — ον, Α (ποιητ. τ.) βλ. περίπλεος … Dictionary of Greek
περίπλεος — και ποιητ. τ. περίπλειος, ον και περίπλεως, ων, Α 1. ο τελείως γεμάτος από κάτι, κατάμεστος («ὡς δὲ εἶδον τήν τε ἤπειρον ὁπλιτῶν περίπλεων», Θουκ.) 2. υπεράριθμος, περιττός 3. πλήρης, μεστός («περίπλεω νεφροί», Αριστοτ.) 4. αυτός που περιβάλλεται … Dictionary of Greek