Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

περίπλειος

См. также в других словарях:

  • περίπλειος — ον, Α (ποιητ. τ.) βλ. περίπλεος …   Dictionary of Greek

  • περίπλεος — και ποιητ. τ. περίπλειος, ον και περίπλεως, ων, Α 1. ο τελείως γεμάτος από κάτι, κατάμεστος («ὡς δὲ εἶδον τήν τε ἤπειρον ὁπλιτῶν περίπλεων», Θουκ.) 2. υπεράριθμος, περιττός 3. πλήρης, μεστός («περίπλεω νεφροί», Αριστοτ.) 4. αυτός που περιβάλλεται …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»