-
1 περίπηξις
περίπηξιςcongealing all round: fem nom sg -
2 περίπηξις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίπηξις
-
3 περίπηξις
περί-πηξις, ἡ, das Gerinnen, Festwerden um etwas -
4 περίπηξιν
περίπηξιςcongealing all round: fem acc sg
См. также в других словарях:
περίπηξις — congealing all round fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίπηξις — ήξεως, ἡ, Α [περιπήγνυμι] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περιπήγνυμι, το πήξιμο γύρω από κάτι («τά τε ὄρνεα ἁλίσκεται... παραχρῆμα πίπτοντα διὰ τὴν περίπηξιν τῶν ἁλῶν», Στράβ.) … Dictionary of Greek
περίπηξιν — περίπηξις congealing all round fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)