Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

περίπηξις

См. также в других словарях:

  • περίπηξις — congealing all round fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίπηξις — ήξεως, ἡ, Α [περιπήγνυμι] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περιπήγνυμι, το πήξιμο γύρω από κάτι («τά τε ὄρνεα ἁλίσκεται... παραχρῆμα πίπτοντα διὰ τὴν περίπηξιν τῶν ἁλῶν», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • περίπηξιν — περίπηξις congealing all round fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»